Κοσμάς Πολίτης, "Με διαμαντένιο χτένι ηχτενιζούτανε", Στου Χατζηφράγκου. Τα σαραντάχρονα μιας χαμένης πολιτείας, Επιμέλεια PeterMackridge, Αθήνα, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1999, σσ. 218-236.

 

 

Η αυριανή μέρα ξημέρωσε ωστόσο. Κ' η άλλη, και οι κατοπινές.

 

Και τ' αμπέρια μοσκοβολούσανε, κι ο ουρανός είτανε καταγάλανος, απόλυτα συνταιριασμένος με τα καμπυλωτά σαϊτέματα των χελιδονιών - λες και τούτα τα πουλιά ποτέ τους δεν πετάνε ίσια - και με το πράσινο της συκαμιάς, και με το παιχνιδιάρικο ασημί της λεύκας, και με τ' άσπρο ασβέστωμα ή με την ώχρα των σπιτιών, και με το μπάτη που φύσαγε από τ' ανοιχτά σα να 'τανε το μεγάλο καλοκαίρι, και με το ντουσεμέ και με το καλντερίμι - τίποτα, τίποτα δε θα μπορούσε ν' αποσπάσει την πολιτεία μας απ' το νωχελικό της ρεμβασμό κάτω απ' τον καλοσυνάτο ήλιο, ζεστό ακόμα, δίχως να ζεματάει. Σίγουρα οι γερανιοί θα 'χανε χάσει τα πασχάλια τους και φύγανε βιαστικά, δίχως να περιμένουμε τα χελιδόνια, όπως γελιότανε και το φράγκικο καλεντάρι που έδειχνε μέσα Σεπτεμβρίου, την ώρα που σύμφωνα με το δικό μας καλεντάρι, το σωστό κι ορθόδοξο, μόλις είχε κλείσει ο Αύγουστος.

 

Μονάχα πως στ' Αλάνι και στα γύρω σοκάκια, σα να 'χε πέσει ένα μούχρωμα. 'Οχι στα άψυχα - αυτά χαιρόντουσαν την καλοσύνη του Θεού, ακόμα ως και τα χαλάσματα κ' οι σκασμένοι σουβάδες - μα στις νομάτοι. Το παιδί δε βρέθηκε, κι όλος ο μαχαλάς δεν είχε άλλη κουβέντα.

 

Χαμένος καιρός και έξοδα ν' αποταθούνε στην πολίτσια (τίποτα δε γινότανε δίχως μπαξίσι, και όλο γιαβάς και μπακαλούμ). Μα, να πεις, χαμένα πήγανε και τα λεφτά στον τελάλη, που τρεις μέρες τριγυρνούσε με την κουδούνα του από μαχαλά σε μαχαλά, όποιος ξέρει τίποτα για το παιδί να 'ρθει να μαρτυρήσει. Ο κύρ Νικολάκης, για να τα βγάλει πέρα, σήκωσε απ' το σαμπουνχανά μπροστάνζα τρία βδομαδιάτικα. Η κώνα Μαριγώ, ούτε να τ' ακούσει πως δε ζούσε ο γιός της. 'Εβαλε τις φωνές όταν ο άντρας της έριξε την ιδέα να ψάχνανε τον πάτο της θάλασσας, εκεί στο Μερσινλί, μπάς και... Το γουρσουζεύεις το παιδί με τέτοια λόγια, του φώναξε. Κι έπειτα, δε βρεθήκανε τα ρούχα του στην αμμουδιά. Αν είτανε κάτι τέτοιο, Θεός φυλάξοι, θα 'χε γίνει την ώρα που κολύμπαγε. Και δε θα κολύμπαγε ντυμένος.

 

Ο κύρ Νικολάκης, ωστόσο, κρυφά απ' τη γυναίκα του, πήγε και παρακάλεσε το φίλο του το βουτηχτή, το μικροθειό του Παντελή. Πήγανε με τη μεγάλη βάρκα του λιμανιού. Ο Στέργιος κατέβηκε δεμένος στο βυθό, με την καουτσουκένια φόρμα του, τη βιδωμένη περικεφαλαία, και τα παπούτσια με τους μολυβένιους πάτους. Ο ένας βοηθός του δούλευε την αεραντλία για να του στέλνει με το λαστιχένιο σωλήνα οξυγόνο, κι ο άλλος αργοτράβαγε κουπί. Σεργιάνισε το βυθό κάπου μισό μίλι ολόγυρα στην κόκκινη ξέρα. Τίποτα. Ρηχά νερά, φεγγρίζανε, δυό με δυόμισι οργιές βάθος. Τίποτα. Σαν να τον ανεβάσανε, παρηγόρησε το φίλο του λέγοντας να μη βάζει ιδέες στο νου του. Από μέσα του όμως, είπε πως τα ρέματα μπορεί να 'χανε σκορπίσει το κορμί μέσα σ' αυτές τις δέκα μέρες.

 

Και πάνω απ' όλ' αυτά, και πάνω από το Σταυράκη, ο κατακάθαρος γαλάζιος ουρανός, μέσα στη γλύκα του αποκαλόκαιρου, απλωνότανε ανάλλαχτος. Και τα παράθυρα χαμογελούσαν, και δένανε καρπό οι πορτοκαλιές κ' οι λεμονιές.

 

Ανοίξανε και τα σκολειά. Γύρισε κι ο Περικλής από το Νύφαιο, εφτάγιανος. Τον εξέτασε ο γιατρός. Το στήθος του δεν είχε τίποτα. Εκείνο το βηχαλάκι είταν απομεινάρι από τα βρογχικά που είχε πάθει πριν τρία χρόνια. Μα κι αυτό είχε σχεδόν περάσει με τον καθαρό αέρα της εξοχής. Μονάχα λες κ' είχε πληγωθεί η ζωή του απ' τον καημό του αδερφού του και για το τυφλό αγοράκι. 'Υστερ' από τρία χρόνια, μπήκε μούτσος σε καράβι για να γυρίσει τον κόσμο. Δυο από τ' αγόρια του μαχαλά, που είχανε ξεσκολίσει το δημοτικό τον περασμένο Ιούνιο, αφού κουτουρντίσανε ολάκερο καλοκαίρι, πιάσανε τώρα δουλειά: το ένα σ' ένα πουπουλάδικο στου Γιουσούφ το βερχανέ, το άλλο μπήκε σε ραφτάδικο. Τα παιδιά της πέμπτης δημοτικού περάσανε στην έκτη. Μα για όλα τα παιδιά του μαχαλά, το περιστατικό του Αρίστου λες κι έσβησε τα καλοκαίρια τους, περνώντας πάνω τους το "σπόγγο" του μαυροπίνακα.

 

Ο Σταυράκης δεν ξαναπήγε σχολείο. Στο σπίτι του, δεν ξέρανε τι να τον κάνουν. Περιμένανε να γυρίσει ο πατέρας του απ' το ταξίδι. Του τύχανε δουλειές στη Σάμο - δουλειές της κακής ώρας, γιατί είχε δεκαπέντε μέρες να στείλει λεφτά στο σπίτι του και ζούσανε με βερεσέδια, με γκρίνια και βρισιές.

 

Ξεπόρτιζε πρωί και τριγυρνούσε ρέμπελος σε άλλους μαχαλάδες. Μα κι εκεί ακόμα, άγνωστος ανάμεσα σε αγνώστους, ένιωθε δαχτυλοδειχτούμενος, όλα τα μάτια διαβάζανε μέσα του σα να 'τανε το κορμί του και τα σωθικά του από γυαλί. Δε μπορούσε να βαστάξει ούτε τη ματιά του σκυλιού. Η Φλόξ, εκεί που είτανε, σίγουρα ήξερε το φριχτό του μυστικό. Πάσκιζε να διώξει από το νου του τ' ανασηκωμένα χείλια της, τη γκριμάτσα της σιχασιάς πάνω στα κίτρινα σκυλόδοντα. 'Εκλεινε τα μάτια του, με την ελπίδα πως σα θα τα ξανάνοιγε θα 'χε χαθεί ο κόσμος, τα σπίτια, ο ουρανός, τα δέντρα, οι άνθρωποι. Τα ξανάβρισκε όλα στη θέση τους, να τον κοιτάζουν με την ανελέητη ματιά τους. Και, το χειρότερο, ξανάβρισκε τον εαυτό του - μ' εκείνο τον ίσκιο πλάι του, αόρατο, που δεν ξεκόλλαγε από κοντά του. Κάποιες φορές μουρμούριζε του ίσκιου, δίχως να κουνάει τα χείλια του: Αρίστο... Αρίστο... γιατί μου το 'κανες αυτό; Δοκίμαζε να σφυρίξει, τα χείλια του είταν στεγνά, τα σάλιωνε, μα πάλι τίποτα.

 

Τα παιδιά γυροφέρναν όξω από το σπίτι του, δίχως να καταφέρνουν να τον ανταμώσουν. Μια Κυριακή, ξεθαρρευτήκαν να χτυπήσουν την πόρτα, μα η αδερφή του η Ανθίππη τα 'διωξε και τους είπε να μην ξαναπατήσουν.

 

Οι νύχτες του ίσως να 'τανε χειρότερες, ίσως και όχι. Τον είδε μια φορά στον ύπνο του. Μιαν αχνάδα είτανε χυμένη στο πρόσωπο του Αρίστου, φαινότανε σα να 'χε σηκωθεί από αρρώστια, κι ο Σταυράκης τον βοήθαγε να περπατήσει. 'Ελεγε στ' όνειρό του, να που δεν πέθανε ο Αρίστος, πώς μου 'χε περάσει μια τέτοια ιδέα, όλα είναι καλά κι όμορφα. Και ξύπνησε ξαλαφρωμένος, αν και ήξερε πως είτανε μονάχα όνειρο. Μα οι άλλες νύχτες... Αγερικά πλάσματα κυματίζανε γύρω στο κρεβάτι του, τα 'βλεπε ξύπνιος, δεν είτανε βραχνάς, έκλεινε τα μάτια του, προστάζοντας το κορμί του να κοιμηθεί, μα τα φαντάσματα σηκώνανε ολόγυρα ένα σίφουνα θροΐσματα, και μουρμουρίζανε λόγια φριχτά και ακατονόμαστα, σε μια γλώσσα που δεν την καταλάβαινε, κι ωστόσο ήξερε το νόημά τους. Για να γλιτώσει, του ερχότανε να σηκωθεί, να πάει να πλαγιάσει με την αδερφή του, στο κρεβάτι της, όπως τότε, στα πολύ μικράτα του, όταν τον ζώνανε οι νυχτιάτικες φοβέρες. Τότε που είτανε καλή ακόμα η Ανθίππη... Κι άλλοτε πάλι πλάκωνε η σιωπή, και βρίσκανε την ευκαιρία κάθε λογής τρεξίματα και χαρχαλέματα μέσα στο σπίτι, όσο το μυαλό του δούλευε, δούλευε ασταμάτητα μέσα σ' ένα κενό, δίχως να πιάνεται από πουθενά.

 

Κυλούσανε οι μέρες. Η κώνα Μαριγώ το 'βαλε πείσμα πως ο γιος της ζούσε. Είχε ξαφνικές ιδέες. Της ερχότανε μια έμπνευση κι έστελνε το Νικολάκη της να ψάξει πότ' εδώ πότ' εκεί, στην άλλη άκρια της πολιτείας. Του 'χε πάρει τον αέρα μέσα στην αγωνία της για το παιδί, κι εκείνος, άβουλος, μονάχα κούναγε, μέσα κι όξω, τα ξεβιδωμένα χέρια του.

 

Και τότε ακούστηκε ο πρώτος λόγος μέσα στην πολιτεία: πήρανε οι Οβραίοι το παιδί.

 

Δε βγήκε ο λόγος από το μαχαλά του Χατζηφράγκου. Το περιστατικό είχε αναστατώσει όλους τους ρωμιομαχαλάδες. Είχανε γράψει κ' οι εφημερίδες για την εξαφάνιση του αγοριού και διαμαρτύρονταν για την αδράνεια της αστυνομίας. Ανακατεύτηκε λοιπόν στο τέλος και η αστυνομία, με αποτέλεσμα: τσουτζούκ γιοκ.

 

Μπορεί να πρωτοβγήκε ο λόγος κι από κεινο τον καροτσιέρη. Από στόμα σε στόμα, μουρμουρίζανε οι μαχαλάδες τον θρύλο, που πρωτύτερα, σαν από ντροπή, τον διώχνανε από το νου τους. Το πήρανε οι Οβραίοι το παιδί. Να το μπεσλεμεντίσουν για το Πάσχα τους. Το θρέφουνε με κουκουνάρι, και σα γίνει παχουλό παχουλό το κλείνουνε ζωντανό μέσα σ' ένα βαρέλι με καρφιά, κυλάνε το βαρέλι και μαζεύουνε το αίμα του παιδιού για να το βάλουνε στ' άζυμά τους. Γιατί, το Πάσχα τους, τρώνε άζυμο ψωμί. Καλά, μα γιατί δεν πήρανε κανένα παιδί άλλη χρονιά; Ρίχνουνε κλήρο κάθε χρόνο, και σ' όποια χώρα πέσει ο κλήρος, από 'κει παίρνουνε το παιδί. Στέλνουνε το αίμα στον πρώτο τους χαμάμη, κι εκείνος το μοιράζει στις οβραίικες χάβρες, σ' ολάκερο τον κόσμο. Για τ' άζυμά τους. Τρώνε άζυμο ψωμί, το Πάσχα τους.

 

-Εγώ το 'λεγα, το παιδί μου ζει.

 

Τρέξανε στον παπά-Νέστορα.

 

-Γέροντα, ποια είν' η γνώμη σου;

 

-Εσταύρωσαν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν.

 

Σταυρώσανε το Χριστό, οι αντίχριστοι. Του πιήκανε το αίμα. Τον ποτίσανε χολή. Τους κυνηγάει το αίμα του. Για τούτο κυνηγάνε, οι κομμένοι, το αίμα το χριστιανικό.

 

-Εγώ το 'λεγα το παιδί μου ζει.

 

Μια ελπίδα ξεπήδησε και στο μυαλό του Σταυράκη: μπορεί να βγήκε από τη θάλασσα ο Αρίστος και να τον πήρανε οι Οβραίοι. Ωστόσο δεν έριξε λάδι στη φωτιά, κι απόφευγε τα άλλα αγόρια.

 

Φρένιασε ο παπά-Νικόλας σαν έφτασε το σούρουπο στ' αφτιά του. Μάζεψε τους επίτροπους της εκκλησιάς, το μουχτάρη, και πέντ' έξι από τους πρώτους του μαχαλά, που πέρναγε ο λόγος τους. Δεν ξέρετε τι σας γίνεται, τους είπε. Ουκ οίδατε τι ποιείτε. Ντροπή σας να πιστεύετε αυτά τα παραμύθια. Απαιτώ από σας να δασκαλέψετε και τους άλλους ενορίτες. Τους φοβέρισε. Θα κάνει κήρυγμα την Κυριακή στην εκκλησιά, θα καταραστεί όσους ερεθίζουνε τον κόσμο με τέτοιες διαδόσεις.

 

-Δε θα σας κοινωνήσω. Τι χριστιανοί είσαστ' εσείς, αφού σπέρνετε το μίσος; Δεν είστε χριστιανοί. Δε θα σας κοινωνήσω. Και, δε μου λέτε; Ξέρετε ποιος μας έδωσε αυτές τις καμπάνες που κρέμουνται στο καμπαναριό μας; Η Οβραίικια κοινότητα. Μάλιστα. Πριν τριανταπέντε χρόνια. Τότε που κουρσέψανε οι Τούρκοι τις εκκλησιές της Κρήτης, στην επανάσταση του '67, και πουλούσανε το πλιάτσικο, καμπάνες και ό,τι άλλο. Τις αγόρασε η οβραίικια κοινότητα και τις πρόσφερε στο μητροπολίτη. Μάλιστα!

 

Πήγε και στη Μητρόπολη, μίλησε με το βοηθό επίσκοπο.

 

-Είμεθα ενημέροι, πάτερ Νικόλαε, και φροντίζομεν να καταπραϋνωμεν τα πνεύματα. Και, πάτερ Νικόλαε, δεν νομίζετε ότι ασχολείσθε με ζητήματα πέραν της δικαιοδοσίας σας;

 

Είτανε Τρίτη.

 

-Εγώ η καημένη το 'λεγα, το παιδί μου ζει.

 

Να προφτάξομε το παιδί ζωντανό, πριν να το κλείσουνε οι Οβραίοι στο βαρέλι. Δεν πάνε δώδεκα χρόνια, είχε χαθεί κι ένα παιδί από τον 'Αι-Δημήτρη. Το 'χανε πάρει κι εκείνο οι Οβραίοι. Το θυμάσαι; Δεν κάναμε τίποτα τότες, για τούτο ξαναρχίσανε. Φέτος, ο κλήρος ξανάπεσε στον τόπο μας. Αντίχριστοι. Αυτοί σταυρώσανε το Χριστό. Μα εκείνο το παιδί, δε βρέθηκε ύστερ' από δεκαπέντε μέρες; Δε βρέθηκε, όχι. Ναι, βρέθηκε, στο λιμάνι, παρέα με κάτι μαουνιέρηδες. Δε βρέθηκε, πλερώσανε οι Οβραίοι και βγήκε ένας τέτοιος λόγος. Οι Οβραίοι, 'μω το Μωυσή τους! Βλαστημάγανε οι μόρτηδες.

 

-Εγώ το 'λεγα, το παιδί μου ζει.

 

Το κακό φούντωσε. Ξεσηκωθήκανε οι μαχαλάδες. Ομπρός! Ούλοι μαζί στην Οβραιακή! Ν' απαιτήσομε να δώσουνε πίσω το παιδί. Τι καθόμαστε; Ομπρός! Για σταθείτε βρε παιδιά, είπαν οι πιο λογικοί. Βέβαια, κάτι πρέπει να γίνει. 'Ομως με πειθαρχία. Εθνάρχης κι αποκούμπι μας είν' ο μητροπολίτης. Αυτός θα κρίνει τ' είναι το σωστό. Να πάει μια επιτροπή να συνεννοηθεί μαζί του σχετικά με το παιδί. 'Ωστε ο λόγος. Τι λόγος και ξελόγος - οι Οβραίοι πήρανε το παιδί, 'μω τη βιζινίκα τους! Βλαστημάγανε τα κουτσαβάκια. Μα ο παπά-Νικόλας, λέει πως οι καμπάνες... Προδότης, προδότης! Εμπρός! Ούλοι μαζί!

 

Τετάρτη. Η αυγή χάδεψε την πολιτεία. Ανοίξανε τα σκολειά όπως πάντα. Η πολιτεία, μαχμουρλίδικια, τεντωμένη στον ήλιο. Ανοίξανε τα μαγαζιά. Ησυχία. Καφεδάκι, ατζέμικο τσάι, μερακλίδικο, τριανταφυλλί, μέσα σε φαρφουρί κουπάκι... Ξαφνικά, σείστηκε ο αγέρας. Ποιοι δαιμόνοι σκαρφαλώσανε στο καμπαναριό της 'Αγιας Φωτεινής και σημάνανε τις καμπάνες; Ποιος αρχιδαίμονας κρεμάστηκε απ' το γλωσσίδι της τσαρικιάς καμπάνας, της βαριάς, και βούιξε η πολιτεία πέρα για πέρα; Τρίζανε τα τζάμια και αντιβουίζανε, κλείνανε τα μαγαζιά με σαματά, κεπέγκια και ρολά, Φραγκομαχαλάς, Γυαλάδικα, Μεγάλες Ταβέρνες, 'Αι-Γιώργης, τα Μπεζεστένια, το Τσαρδί, μπούκαρε ο κόσμος στο μεγάλο αυλόγυρο της 'Αγιας Φωτεινής, αδειάσανε οι μαχαλάδες από άντροι, μπούκαρε ο κόσμος από τρεις μεριές, χιλιάδες μαγκούρες στον αέρα, χλαλοή.

 

-Ο δε-σπό-της στο βα-λή! Ο δε-σπό-της στο βα-λή!

 

-Βα-σί-λειος! Βα-σί-λειος!

 

-Το παι-δί! Το παι-δί!

 

-Ού-λοι στην Ο-βραι-α-κή!

 

-Το παι-δί! Το παι-δί!

 

-Ού-λοι στην Ο-βραι-α-κή!

 

 

Στο γυμνάσιο, πίσω από την 'Αγια Φωτεινή, οι μαθητές της 5ης γυμνασίου είδαν ένα γέρο, ψηλό και κοκαλιάρη, χλωμό, λίγο καμπουριαστό, να μπαίνει στην τάξη με το καπέλο στο χέρι. Σ' ένα γνέψιμο του καθηγητή, σηκώθηκαν όρθιοι.

 

Ο γέρος πλησίασε στην έδρα και κάτι είπε του καθηγητή.

 

-Πώς, βέβαια, είπε ο καθηγητής, αν και ο γιος σας δεν διατρέχει κανένα κίνδυνο. Σας το εγγυώμαι.

 

'Εγνεψε στον Οβραίο συμμαθητή τους, που βγήκε από το θρανίο, πήγε κοντά στον πατέρα του, κάτι μιλήσανε ψιθυριστά, ο νεαρός είχε το ύφος να λέει πως δε θέλει να φύγει, χαμογελούσε αμήχανα, μα ο γέρος επέμενε, και τότε πήρε το καπέλο του απ' την κρεμάστρα και βγήκε μαζί με τον πατέρα του από την τάξη. Οι μαθητές είχαν τα μάτια τους χαμηλωμένα1.

 

Ποτέ δεν είχε γίνει ξεσηκωμός κατά των Οβραίων. Εδώ, όπως και σε ολάκερη τη Ρωμιοσύνη, Οβραίοι και Ρωμιοί ζούσαν πιο μονοιασμένοι παρά σε όποιο άλλο μέρος του κόσμου. Κι αν είχαν κάποια προκατάληψη κατά των Οβραίων, είταν απρόσωπη, δε στρεφόταν ενάντια στους συντοπίτες τους. Τη συμβόλιζε ο Γιούδας ο Ισκαριώτης - σε μερικά χωριά καίγανε το ομοίωμά του τη Μεγαλοβδομάδα - ή ο καημένος ο Πόντιος Πιλάτος, μπλεγμένος άθελά του σ' αυτή τη θλιβερή παλιά υπόθεση, που μέσα στους αιώνες, εξελίχτηκε σε τραγωδία για τον περιούσιο λαό. Τόσο, που του κόλλησε η ψύχωση, μες στον κατατρεγμό του, πως τον διάλεξε ο Θεός για να σηκώνει τα κρίματα, τις πίκρες και τα βάσανα του κόσμου. 'Ισως για τούτο είναι ο πιο μελαγχολικός λαός της γης. Δεύτεροι, έρχονται οι Ρωμιοί: κι αυτοί, τελοσπάντων είναι περιούσιος λαός, με τη διαφορά πως σηκώνουνε μονάχα τις δικές τους αμαρτίες. Και τώρα, κι από πάντα. Και είναι πολύ βαριές.

 

Κάμποσα Οβραιόπουλα φοιτούσανε σ' ελληνικά σκολειά, και πολλοί Οβραίοι και Ρωμιοί είχαν στενή φιλία μεταξύ τους. Αμοιβαία πειράγματα ο λαός, ναι - "τσιφούτη" ο ένας, "εσείς το βρωμιός" ο άλλος - μα τίποτα περισσότερο. Καμιά έχθρητα. Και σε τούτη τη στραβιά ώρα, θ' αγκάλιαζες και θα υπερασπιζόσουνα το φίλο σου το σιορ Χαϊμ που τα πίνατε μαζί. 'Η το σιορ Μωσέ, που έκανες μαζί του συνεταιρικές δουλειές σ' αφιόνια και σε μπαλαμούτια. 'Η το σινιόρ Μορντοχάι, το μανιφατουριέρη, που ακόμα και για τους ομοθρήσκους του η πήχη του είχε εφτάμισι ρούπια, μα για σένα είχε σωστά οχτώ, και σου 'βαζε και χάρη.

 

-Ζημιώνω, κυρ Αναστάση μου. Να χαρώ τα μάτια που βλέπω.

 

Αυτό τον όρκο τον λέγανε, για πείραγμα, "οβραίικο". Ποια μάτια να χαρεί; Τα δικά του, μ' αυτά που βλέπει; 'Η τα δικά σου μάτια, που τα βλέπει;

 

'Ετσι, και στο μαχαλά του Χατζηφράγκου, όσο κι αν ξέρανε πως είχανε ανάμεσά τους ένα Οβραίικο σπιτικό, δεν τους πέρασε καν από το νου να ενοχλήσουνε τους Σιμωνά. Ακόμα κ' η μορταρία κ' οι μπαναμπάκηδες του μαχαλά. Γενικά, "Οβραίοι" και "Οβραιακή", είτανε κάτι σα μιαν αφαίρεση, μια ιδέα.

 

Λοιπόν, εκείνη την Τετάρτη το πρωί, κατά τις δέκα, σα χτύπησε η πόρτα και άνοιξε η σιόρα Φιόρα, σάστισε βλέποντας τον Παντελή λαχανιασμένο και ωχρό σαν το λεμόνι.

 

-Τι έπαθες, μάτια μου; Τι τρέχει;

 

Ο Παντελής έκλεισε την πόρτα κι ακούμπησε πάνω της τη ράχη του.

 

-Εί... είστε μο... μονάχη; Ρώτησε κομμένα.

 

-Ναι, μάτια μου. Τι τρέχει; Ο σιορ Ζαχαρίας πήγε ν' αγοράσει κάτι κόρδες, κ' η Πέρλα είναι στο σκολειό.

 

-Μη φοβόσαστε. Θα... θα μείνω μαζί σας.

 

-Τι να φοβηθώ;

 

-Τι... τίποτα. Μη φοβόσαστε... Ακούτε τις καμπάνες;

 

-Ναι, είναι καμιά σκόλη;

 

-Μη φοβόσαστε...

 

Πάνω στην ώρα, κάποιος βρόντηξε την πόρτα. Ο Παντελής σήκωσε το χέρι του για να σταματήσει τη σιόρα Φιόρα.

 

-Μη!

 

Ξαναβρόντηξε η πόρτα.

 

Μη! Ξανάπε με αχνή φωνή ο Παντελής.

 

Η πόρτα βρόντηξε για τρίτη φορά. Η φωνή του σιορ Ζαχαρία:

 

-'Ανοιξε, Φιόρα! Είμ' εγώ! 'Ανοιξε!

 

'Ανοιξε ο Παντελής και παραμέρισε. Μπούκαρε ο σιορ Ζχαρίας, άσπρος σαν το σεντόνι, αλαφιασμένος.

 

-Αμπάρωσε! Αμπάρωσε την πόρτα! Σφάζουνε τις Οβραίοι! Βάζουνε στην Οβραιακή φωτιά! Πογκρόμ! Πογκρόμ!

 

Την αμπάρωσε ο Παντελής, και ζάρωσε πλάι, στη γωνιά.

 

Αγκαλιαστήκανε ο σιορ Ζαχαρίας κ' η σιόρα Φιόρα. Ξεσπάσανε σ' ένα θρήνο βιβλικό, φωνή ηκούσθη εν Ραμά:

 

-Τ' οβραίικο αίμα τρέχει σαν τα ποτάμια που χύνουνται στη θάλασσα...

 

-Τα δάκρυά μας κυλάνε στην καρδιά του Θεού...

 

-Σαλόμ! Σαλόμ!

 

-Ο καπνός απ' τα καμένα σπίτια μας σκοτείνιασε τον ήλιο.

 

-Κύριε, βοήθα μας!

 

-Βοήθα, Κύριε, τη δούλη σου.

 

-Κατέτρεξάν με, Κύριε! Βοήθα, Κύριε το λαό σου!

 

-Σαλόμ! Σαλόμ! Σαλόμ!

 

Ο Παντελής, ζαρωμένος στη γωνιά του, άκουγε τον οβραίικο θρήνο μ' ένα σφίξιμο της καρδιάς. Μ' ένα συναίσθημα φυλετικής συνενοχής σε τούτη την απελπισία. 'Ενιωθε ξένος εδώ μέσα, ξεχασμένος, παράταιρος, Ρωμιός. Κοίταζε ολόγυρά του τη σκηνογραφία, μες στο μισόφωτο που δημιουργούσανε τα κλειστά παντζούρια, την οβραίικια σύστασή της, λουσμένη μέσα σε μιαν άχνα θλίψης. Πάνω στο τραπέζι, το καντηλέρι με τα εφτά μπράτσα. Στους τοίχους, οι ξεθωριασμένες χαλκογραφίες με τις βιβλικές παραστάσεις, τη γυμνή Σουσάνα πάνω από τον καναπέ. Το σκέπασμα του καναπέ, οι κουρτίνες, είχανε κάτι το ανεξήγητα οβραίικο, το ανακάλυπτε πρώτη φορά: σχέδια σβησμένα, μελαγχολικά. Μιαν άλλη χαλκογραφία, παράσταινε μια βαριά οικοδομή, καταθλιφτική, που δε σου έκανε όρεξη να παραμερίσεις την κουρτίνα της πόρτας και να μπείς. Στην αντικρινή γωνιά, ένα παράξενο έπιπλο, παλαιικό, από μαύρο ξύλο, κάτι σαν ντουλαπίτσα, ή σα μικρός μπουφές, μ' ένα στρογγυλό καθρεφτάκι στη μέση, δίνοντας την εντύπωση πως έκλεινε μυστήρια. Διάχυτη, κάτι σα μυρωδιά σαμόλαδου. 'Ενιωθε παρείσαχτος.

 

Ο θρήνος εξακολουθούσε. Η σιόρα Φιόρα είτανε τώρα μια Οβραίισσα ξεμαλλιασμένη.

 

Ξαφνικά, τραβήχτηκε από τον άντρα της. Μια σπίθα θεληματική ζωήρεψε το πρόσωπό της.

 

-Η Πέρλα! Φώναξε. Τρέχα να την πάρεις από το παρθεναγωγείο!

 

-Κύριε, είμαστε αμαρτωλοί! Θρηνούσε ο σιορ Ζαχαρίας.

 

-Την Πέρλα!

 

-Ο θάνατος είναι το ριζικό μας.

 

Κουνούσε το πανωκόρμι του μπρος πίσω.

 

-'Ακουσες; Την Πέρλα! Σώσε την Πέρλα!

 

-Η οβραίικια καρδιά σπαράζει για το καλό του κόσμου.

 

-Θες να σηκωθώ να πάω εγώ;

 

-Γυναίκα, φαντάζεσαι πως θ' αλλάξεις την ώρα που όρισε ο Θεός;

 

-Κάνε γρήγορα! Την Πέρλα! Φοβάσαι να πας;

 

-Δε θέλω να σ' αφήσω μονάχη. Είσαι για μένα το ψωμί και το αλάτι της ζωής. Είσαι για μένα η ζωή. Αν φύγω, μπορεί να μη σε ξαναδώ.

 

Ράγισε η καρδιά του Παντελή. Δάγκωσε το χείλι του. Αυτός, δε θα σκεφτότανε ποτέ να πει αυτά τα λόγια, τα τόσο απλά και συγκινητικά. 'Ενιωσε κάτι σα σεβασμό γι' αυτό τον ηλικιωμένο άντρα με τη μακριά βράκα και με την τρυφερή καρδιά. Και μέσα του, μια δική του φτώχεια ψυχική. Ντράπηκε για τον εαυτό του.

 

Η σιόρα Φιόρα πήγε κοντά στον άντρα της και του χάδεψε το μάγουλο.

 

-Θα με ξαναδείς. Πήγαινε να φέρεις την Πέρλα. Κι ο Θεός να φυλάει το Γιάκωβό μας, εκεί που βρίσκεται μονάχος.

 

Ο Παντελής ένιωσε ν' ανεβαίνουνε δάκρυα, κι έκλεισε τα ματόφυλλά του, σφιχτά, για να μην ξεχειλίσουνε.

 

-Δε θέλω να σ' αφήσω μονάχη, της είπε ο σιορ Ζαχαρίας.

 

-Δεν είμαι μονάχη.

 

Ο Παντελής ξανάνοιξε τα μάτια του κ' είδε το σιορ Ζαχαρία να τον κοιτάζει σα να τον έβλεπε πρώτη φορά.

 

-'Οξω είναι ησυχία, ψιθύρισε ο Παντελής μες στην αμηχανία του.

 

Ο σιορ Ζαχαρίας κούνησε το κεφάλι του.

 

-Σου την εμπιστεύομαι, είπε του Παντελή. Ξέρω πως είσαι καλό παιδί. Να την έχεις σα μητέρα σου.

 

Ξεσύρτωσε την πόρτα και την άνοιξε. 'Οξω, ησυχία. Μονάχα ο αέρας βούιζε από τις καμπάνες της Αγίας Φωτεινής. Γύρισε το κεφάλι του και είπε:

 

-Φιόρα, μην ανησυχήσεις αν αργήσω. Είναι πάνω από μια ώρα ο πηγεμός και ο γυρισμός.

 

-Ο Θεός να σας φυλάει και τους δυο.

 

Ο σιόρ Ζαχαρίας κατέβηκε τα δυο σκαλιά και ξεμάκρυνε. Ούτ' ένας άνθρωπος στο δρόμο, ούτ' ένας γυρατζής.

 

Βγήκε κι ο Παντελής, πήγε ώσαμε το πρώτο ντουρσέκι, στάθηκε μια στιγμή κι εξερεύνησε τον ουρανό κατά κει που έπεφτε η Οβραιακή. Καταγάλανος ο ουρανός. Ξαναγύρισε, μπήκε στο σπίτι κι έκλεισε την πόρτα. Η σιόρα Φιόρα στεκότανε μπροστά σ' εκείνο το μυστήριο έπιπλο με το στρογγυλό καθρεφτάκι. Είχε λύσει τ' ανάκατα μαλλιά της και τα χτένιζε μ' ένα διαλυστήρι. Τα τράβηξε τεντωμένα προς τα πίσω τα φούχτωσε όλα μαζί και τα 'στριψε κότσο, χαμηλά, πάνω από το σβέρκο, μπήγοντας, για να τον στεριώσει, τις φουρκέτες που κράταγε ανάμεσα στα χείλια της. Τα μάτια της γυρίσανε στον Παντελή μέσ' από τον καθρέφτη. Δεν είχαν τη συνηθισμένη γλύκα τους. Σταθήκανε πάνω του όσο έμπηγε τις φουρκέτες, ατσαλένια, τσακίρικα, θεληματικά. Ο Παντελής, που τ' αντίκρισε, χαμήλωσε τα δικά του. Πάνω τους, σπάζανε τα αισθήματα.

 

-Γιατί ήρθες; τον ρώτησε, κοιτάζοντας τον πάντα μέσ' από τον καθρέφτη.

 

Δεν αποκρίθηκε.

 

-'Ηρθες να μας γλιτώσεις ε;... Για τούτο ήρθες; Πήγαινε με τους δικούς σου, δεν είν' εδώ η θέση σου. 'Αμε να κάψεις την Οβραιακή... 'Αμε να χύσεις οβραίικο αίμα. Τι δουλειά έχεις εδώ με τους Οβραίους; Ακούς τι σου λέω; Φύγε! Να πας με τους δικούς σου, με τη ράτσα σου! Φτου! 'Εκανε γυρίζοντας προς το μέρος του.

 

Μες στην προγονική οβραίικη ψυχή της, είχε ξυπνήσει μια δισχιλιόχρονη μνησικακία. Ο Παντελής δεν κούνησε από κει που στεκότανε.

 

Ο ήλιος χτύπαγε τώρα τα παντζούρια, και μέσ' από τις γρίλιες και τα τζάμια έβαζε τρεμουλιαστές νεροφεγγιές πάνω στον ανοιχτοπράσινο τοίχο, πλάι στο κάντρο της Σουσάνας.

 

Παράτησε το διαλυστήρι, όπως είταν με τ' αποχτενίδια, πάνω στο τραπέζι. Του λείπανε τρία δόντια. Πήγε και κάθισε στον καναπέ, λίγο σκυφτή. 'Eσμιξε τα χέρια της και τ' ακούμπησε πάνω στα γόνατά της. Το πορτοκαλί σαλάκι που είχε μισοριγμένο στους ώμους της, ξεθώριαζε ακόμα πιο πολύ τις μαξιλάρες. Αναρίγησε, σα να κρύωνε, έσφιξε γύρω της το σάλι, ακούμπησε πάλι τα χέρια της πάνω στα γόνατα και κοίταζε άπλανα μπροστά της, ξεμοναχιασμένη μέσα στη συλλογή της. Οι καμπάνες της 'Aγιας Φωτεινής είχανε σωπάσει. Μια βαθιά σιωπή. Δεν την έκοβε ούτ' ένα τικ τακ ρολογιού.

 

Ο Παντελής αναθώρησε. Στην άκρη του ματιού της, το ίδιο δάκρυ σαν εκείνο που του είχε φανεί πως τρεμόπαιζε, τη βραδιά που καθότανε μαζί της στο κατώφλι της οξώπορτας. Το πηγούνι του τρεμούλιασε. Σκέπασε με τη φούχτα το στόμα κι έσφιγγε τα σαγόνια του... Η σιόρα Φιόρα αναστέναξε. 'Eγειρε το πανωκόρμι της στο πλάι, πάνω στη μαξιλάρα, και μισοξάπλωσε στον καναπέ, με τις γάμπες της κατεβασμένες. Η ώρα κυλούσε.

 

'Oξω, ένα μουντό ποδοβολητό ερχότανε κατά δω. Ο Παντελής πήγε στο παράθυρο και κοίταξε από τις γρίλιες. Σε λίγο, μια ντουζίνα πιτσιρίκοι, έξι μ' εφτά χρονώ, ξεπροβάλανε ανάμεσα στις γρίλιες. Πηγαίνανε με βηματισμό, σε διπλό στοίχο, χτυπώντας με δύναμη τα ποδάρια τους μέσα στη σκόνη.

 

-Μαρς! πρόσταξε ο αρχηγός.

 

-Α-στρουτ-μπάλα-στρουτ και τα γένια του τσιφούτ! Φωνάξανε βιαστικά όλα μαζί και το βάλανε στα πόδια τρέχοντας, σα να φοβόντουσαν τ' οβραίικο σπίτι.

 

Η ώρα κυλούσε.

 

-Παντελή, έλα δω, είπε η σιόρα Φιόρα.

 

Πήγε δισταχτικά και στάθηκε μπροστά της. Απότομα, έπεσε στα γόνατα, έκρυψε το πρόσωπό του πάνω στη μαξιλάρα κι έβαλε τα κλάματα. 'Εκλαιγε σα μωρό παιδί, αβάσταχτα, παλικάρι δεκαοχτώ χρονώ.

 

-Γιατί κλαις; τον ρώτησε. Δεν απαντάς;... Λυπάσαι τους Οβραίους;... Για τούτο κλαις;... Οι Οβραίοι δεν έχουνε ανάγκη από συμπόνια, ούτε από αίσθημα. Ζητάνε το δίκιο τους... Εγώ, άμαθη, δεν ξέρω ποιο είναι το δίκιο τους. Μπορεί να 'ναι μια πατρίδα... μπορεί να 'ναι το εμπόριο... να ζούνε ήσυχοι... Μα δεν έχουνε ανάγκη από τη συμπόνια σου.

 

-Δε μπορείτε να καταλάβετε... δε μπορείτε να καταλάβετε...

 

Η σιόρα Φιόρα σταβοχαμογέλασε.

 

-Κλαις έτσι, στο κουτουρού, νευριασμένος. Δεν ξέρεις, μάτια μου, τι θα πει οβραίικος πόνος. Δεν έχεις ιδέα...

 

-Δεν μπορείτε να καταλάβετε... δε μπορείτε να καταλάβετε...

 

Η φωνή του είχ' έναν τόνο δυστυχισμένο, απαρηγόρητο. Η σιόρα Φιόρα πέρασε το χέρι της πάνω στ' αδρά μαλλιά του. Μανούλα μου, είπε μέσα του, μανούλα μου, μανούλα μου.

 

-Γιατί μας οχτρεύεστε;

 

-Σας... Δε... δεν ξέρω.

 

-Γιατί μας οχτρεύεστε; Δε λέω να μας αγαπάτε. Δε μπορεί κανένας ν' αγαπάει όλο τον κόσμο. Μα γιατί μας οχτρεύεστε;

 

-Εγώ σας αγαπάω, είπε πνιγμένα, το στόμα του ακουμπιστά πάνω στη μαξιλάρα.

 

'Εβαλε το χέρι της κάτω απ' το πηγούνι του και του ανασήκωσε το κεφάλι. Της έπιασε το χέρι από τον καρπό.

 

-Τι σκληρά χέρια που έχεις, είπε η σιόρα Φιόρα. Του Γιακώβου είτανε μαλακά μαλακά. Κι ούτε το μούτρο του είταν έτσι άγριο σαν το δικό σου.

 

Σηκώθηκε με μια γρήγορη κίνηση και πήγε στον καθρέφτη. 'Εστρωνε τα μαλλιά της με τις φούχτες της και κοιταζότανε από κοντά μέσα στο παζαβλό γυαλί.

 

Και τώρα; Συλλογιότανε ο Παντελής. 'Οπου να 'ναι θα γυρίσουνε η Πέρλα και ο πατέρας της... Θα χρειαστεί να φύγω, είμ' ένας ξένος, ένας Ρωμιός, δεν έχω καμιά θέση εδώ μέσα. Θα μου πούνε να φύγω... Θα μου πει να φύγω... Μα θα κάτσω στο κατώφλι όξω, να τη φυλάω σαν το σκυλί...Κι αν έρθουνε, θα πατήσουνε πάνω στο πτώμα μου για να περάσουν...

 

Δεν αισθανότανε ηρωικός. 'Ενιωθε μονάχα μια ανάγκη για θυσία. Και πώς θα τελείωνε η σημερινή μέρα;... Πώς θα τελείωνε η στραβιά ώρα; 'Οπως και να τελείωνε, γι' αυτόν όλα είχανε χαθεί. Θα βασίλευε η έχθρητα, θα 'ταν κι αυτός ένας οχτρός... δε θα 'θελε να τον ξαναδεί στα μάτια της... θα του 'λεγε, θα του το 'δινε να το καταλάβει... ούτε να ξαναπεράσει με τη μπισυκλέτα... ούτε να ξανακάτσει στο κατώφλι... 'Ολα τελειώσανε, όλα...

 

Η σιόρα Φιόρα ξαναγύρισε απ' τον καθρέφτη, κάθισε, ακούμπησε τον αγκώνα της στη μαξιλάρα κι ανέβασε τις γάμπες της στον καναπέ. Μισοκουλουριάστηκε. Η μακριά φούστα της σκέπαζε ως και τα πασουμάκια με τα σιντεφένια κουμπιά.

 

-'Ελα, σήκω από χάμω, ματάκια μου, είπε του Παντελή.

 

Φαινότανε ησυχασμένη. Καμιά φασαρία όξω στο σοκάκι, καμιά χλαλοή, κοντινή στο μαχαλά, ή μακρινή μέσα στην πολιτεία. 'Ισως να την ξελόγιαζε η σκέψη του γιου της.

 

-Κάθισε κοντά μου, έτσι, να σε βλέπω. Τα χέρια σου είναι ροζιασμένα, μα η φωνή σου μοιάζει με του Γιάκωβου. Μου τον θυμίζεις. Ο Γιάκωβος μ' ήθελε πάντα καλοχτενισμένη και όμορφη.

 

Γύρισε το πρόσωπό της από την άλλη. Τα μάτια της βουρκώσανε. Τα δάκρυα ξεχειλίσανε και κυλούσανε σιωπηλά πάνω στα μάγουλά της.

 

-Μανούλα μου, μην κλαις.

 

Το 'πε τόσο τρυφερά, που η σιόρα Φιόρα του χαμογέλασε ανάμεσα στα δάκρυά της.

 

-Δεν είναι τίποτα, ματάκια μου. Συλλογιόμουνα το γιο μου, εκεί που βρίσκεται, στην ξενιτιά. Ποιος ξέρει τι να κάνει ο Γιάκωβος τούτη τη στιγμή. Ο Θεός να τον φυλάει. Απόμεινα ορφανή από γιο.

 

-Μανούλα μου...

 

-Τον είδα χτες στον ύπνο μου. Στάθηκε κάτω απ' το παράθυρό μου και με φώναξε. Βγήκα να δω. Είχε μαζί του μια γυναίκα 'Ετσι γίνεται πάντα. Μεγαλώνεις το παιδί σου, και μιαν άλλη σου το παίρνει.

 

-Μανούλα μου, εγώ ποτέ δε θα σ' αφήσω.

 

-Αγόρι μου.

 

Η νεροφεγγιά είχε χαθεί από τον τοίχο. Τώρα ο ήλιος, τρυπώνοντας από τις γρίλιες, ράβδωνε χάμω τα σανίδια, μπρος στο παράθυρο, με σκούρες και με φωτεινές αράδες, και μέσα στις στενόλοξες αχτίδες του ένας μικρόκοσμος στροβιλιζότανε, κάθε λογής αποξέματα κάθε λογής θρύμματα και ξεφτίδια της ζωής.

 

-Μανούλα μου, πες μου να κάνω για σένα κάτι ακατόρθωτο, κάτι που δεν ξαναγίνηκε στον κόσμο.

 

-Ναι, ματάκια μου, το ξέρω. Ναι, γλύκα μου...

 

Τον τράβηξε κοντά της, έτσι που ο Παντελής μισόγειρε πάνω στον κόρφο της.

 

-Ν' ακούσω τη μιλιά του. Πότε θα τον ξαναδώ...

 

Της χάιδεψε το πρόσωπο. 'Ενιωσε τα κόκαλα των σαγονιών της κάτω από τα δάχτυλά του.

 

-Τι σκληρά χέρια που έχεις...

 

Ξαφνικά μια κανονιά τράνταξε τα τζάμια.

 

-Α! Τ' είτανε; Τ' είτανε;

 

Δεύτερη κανονιά.

 

-Χανόμαστε! Φοβάμαι! Μη μ' αφήσεις!

 

-'Οχι, μανούλα μου...

 

'Επεσε πάνω της και τη φιλούσε σαν τρελός, στα μάγουλα, στα μάτια, στο λαιμό. Δεν ήξερε από φιλί στο στόμα, πρωτάρης, ατζαμής. Μα τα χέρια, το κορμί του, ένστιχτα, κάνανε όλους τους άγνωρους χειρισμούς, όλες τις κινήσεις, οι πατούσες του τεντωθήκανε αλύγιστες, ώσαμε τ' ακροδάχτυλα, τόσο που τον πονούσανε, κι έπρεπε ν' αλαφρώσει από τον πόνο, ειδεμή θα πέθαινε.

 

-Αγόρι μου...

 

Κι άξαφνα, δυο πνιγμένες κραυγές υψωθήκανε μαζί, μέσ' από την άβυσσο, μέσα σε μιαν έκταση απόκοσμη, μια λάμψη, μια συντέλεια.

 

Χτυπήματα στην οξώπορτα.

 

-Εγώ είμαι, ανοίξτε!

 

Ξανά, χτυπήματα.

 

-Εγώ είμαι. Ο παπά-Νικόλας. Ανοίξτε.

 

Ξανά χτυπήματα στην οξώπορτα.

 

-Είμαι ο παπά-Νικόλας. Ανοίξτε.

 

Ο παπά-Νικόλας αφουγκράστηκε μια στιγμή. Θα φύγανε, μουρμούρισε. Κοντοστάθηκε άλλη μια στιγμή, πάλι αφουγκράστηκε, ύστερα κατέβηκε τα δυο σκαλιά και ξαναπήρε το δρόμο για το σπίτι του. Θα φύγανε, μουρμούρισε.

 

Αψηφώντας την κακογλωσσιά, είχε έρθει ολοφάνερα, μέρα μεσημέρι, να παρασταθεί στον Οβραίο φίλο του. Μα είχε φτάσει κάπως αργά.

 

 

Στον αυλόγυρο της 'Αγιας Φωτεινής ανθρωποθάλασσα σιφούνιαζε αγριεμένη, τιναζότανε κύματα κύματα, δώθε κείθε, σπάζοντας πάνω στα ντουβάρια της εκκλησιάς, πάνω στα κάγκελα της κατοικίας του δεσπότη. Αγριοφωνάρες:

 

-Ο δε-σπό-της στο βα-λή! Ο δε-σπό-της στο βα-λή!

 

-Το παι-δί! Το παι-δί!

 

-Βα-σί-λει-ος! Βα-σί-λει-ος!

 

Η χλαλοή δυνάμωνε σαν εμφανίστηκε στο μπαλκόνι ο μητροπολίτης Βασίλειος με την ασπροκίτρινη προφητική του γενειάδα. Ο αέρας βούιζε απ' τις καμπάνες.

 

'Εγνεψε με τα δυο του χέρια να ησυχάσουνε για να μιλήσει. Τότε το μαζωμένο πλήθος γύρισε τα κεφάλια του ψηλά, στο καμπαναριό.

 

-Σταματήστε!

 

-Τις καμπάνες!

 

Δεν ακούγονταν. Κουνούσανε τα χέρια τους:

 

-Ε! Φτάνει! Σταματήστε!

 

-Ο δεσπότης!

 

Οι δαιμόνοι που είτανε κρεμασμένοι απ' τα γλωσσίδια το κάνανε χάζι, δεν τα παρατήσανε παρά αφού περάσανε δυο τρία λεπτά.

 

-Στην Ο-βραι-α-κή! Στην Ο-βραι-α-κή!

 

Πάλι τους έγνεψε να ησυχάσουν. 'Υστερα μίλησε. Αι ευγενείς παραδόσεις του ελληνικού λαού... Τον κόψανε:

 

-Το παι-δί! Το παι-δί!

 

Δεν τόλμησε να τους πει πως είναι ανοησίες όσα φαντάζονται, γιατί φοβήθηκε μην εξαγριωθούν ακόμα παραπάνω. Την υπόθεση, τους είπε, την έχει αναλάβει ο ίδιος προσωπικά, και να 'ναι βέβαιοι πως θα κάνει ό, τι διαβήματα χρειάζονται. Να διαλυθούν, λοιπόν, να πάνε ήσυχα στα σπίτια τους και στις δουλειές τους, και να 'χουν εμπιστοσύνη στο θρησκευτικό τους αρχηγό.

 

-Και η ευλογία του Θεού μεθ' όλων υμών. Αμήν.

 

Ακολούθησε μια βουβαμάρα. Και ξαφνικά, μια φωνή:

 

-Δε φεύγομε α δε μας φέρεις πίσω το παιδί!

 

Κι αμέσως, από χιλιάδες στόματα:

 

-Το παιδί! Το παιδί!

 

-Δε φεύγομε α δε μας φέρεις πίσω το παιδί!

 

Βγήκε στο μπαλκόνι κι ένας δημογέροντας:

 

-Αγαπητοί συμπολίται. Η Αυτού Σεβασμιότης...

 

-Μέσα! Μέσα!

 

-...η Αυτού Σεβασμιότης...

 

-Δε φεύγουμε α δε μας φέρει πίσω το παιδί!

 

Ο δεσπότης κι ο δημογέροντας τραβηχτήκανε μέσα. 'Ενας λόγος κυκλοφόρησε ανάμεσα στο πλήθος: πήγανε να συσκεφτούνε.

 

Περάσανε πέντε λεπτά. Στον αυλόγυρο, σούσουρο από ομιλίες. Σε μια γωνιά, μέσα στο στρίμωγμα, το επιτελείο σα να λέμε, κατάστρωνε σχέδια - εμπροσθοφυλακή, πλαγιοφυλακή, έλεγε κάποιος που είχε υπηρετήσει στον ελληνικό στρατό κι έβγαλε δεκανέας τον πόλεμο του '97.

 

-Ο Σμολένσκης, στο Βελεστίνο...

 

-Βρε, λέγε τι θα γίνει τώρα!

 

-Λέω, με μια κίνηση κυκλωτική από τον Αλή Πασά Μεϊντάνι, μπλοκάρομε το Κονάκι...

 

-Ομπρός!

 

-Να δούμε τι θα πει πρώτα ο δεσπότης.

 

-Να φτιάξουμε μια επιτροπή...

 

-Κατάλαβα. Φούσκες! 'Ηπρεπε να 'χανε κατέβει κ' οι Σεβδικιαλήδες με τα γκραδάκια...

 

Η ώρα περνούσε. Το σούσουρο δυνάμωνε ανάμεσα στο πλήθος.

 

Μια φωνή:

 

-Μας κοροϊδεύουνε!

 

'Αλλες φωνές:

 

-Ομπρός! Πάμε μονάχοι μας στο βαλή!

 

-Παιδιά! Πειθαρχία!

 

-Να φτιάσομε μια επιτροπή!

 

-'Οχι! Ούλοι μαζί! Ούλοι μαζί! Ομπρός!

 

Κ' οι πιο θερμόαιμοι:

 

-Στην Οβραιακή! Στην Οβραιακή!

 

Βγήκε στο μπαλκόνι ένας δημογέροντας, με ύφος αυστηρό:

 

-Δια τελευταίαν φοράν, σας καλώ...

 

Μαγκούρες στον αέρα:

 

-Ποιος είσ' εσύ που θα προστάξεις!

 

-'Εργατα! 'Οχι λόγια! 'Εργατα!

 

-Ομπρός! Ούλοι μαζί! Στην Οβραιακή! Στην Οβραιακή!

 

-Στο βαλή! Στο βαλή!

 

-Δεν ξέρομε βαλή! Στην Οβραιακή! Στην Οβραιακή! Ομπρός, ούλοι μαζί!

 

-Ομπρός!

 

Πέσανε κι ανοίξανε μια πόρτα του αυλόγυρου, χυμήξανε να βγούνε, μα το σοκάκι βρέθηκε μπλοκαρισμένο από τούρκικο ασκέρι.

 

-Τεσλίμ!2 φώναξανε οι ζαμπίτηδες.

 

-Ομπρός, παιδιά! φωνάζανε μέσ' από τον αυλόγυρο και σπρώχνανε τους μπροστινούς.

 

-Τεσλίμ! Τεσλίμ!

 

-Ομπρός, παιδιά! Ελευθερία ή θάνατος!

 

Κοντακιές από τη μια, μαγκούρες απ' την άλλη. Γιουρουντάρανε κάτω απ' το καμπαναριό, για τη μεγάλη πόρτα που 'βγαινε στο Φραγκομαχαλά. Κι εκεί τα ίδια.

 

-Τεσλίμ! Τεσλίμ!

 

-Απάνω τους, παιδιά!

 

Ανοίξανε μερικά κεφάλια, μπράτσα και πλευρά σακατευτήκανε. Απ' τον Κισλά, για φοβέρα, ρίξανε στον αέρα δυο κανονιές. Τα γιουρούσια σπάζανε πάνω στο μπλόκο του στρατού. Ξιφολόγχες αστράψανε στη μπούκα των τουφεκιών, κάμες απ' τα ζωνάρια. Ο Σεραφείμ εφέντης, ο μόνος Ρωμιός πολίτσια σ' ολάκερη την πολιτεία, μπήκε στη μέση:

 

-Παιδιά, με ξέρετε για δικό σας; 'Ερχεται πολύ ασκέρι. Θα φάτε το κεφάλι σας. Πηγαίνετε στα σπίτια σας με το καλό.

 

Κάποιος, από τους πίσω πίσω, μπορεί βαλτός απ' τη Μητρόπολη, φώναξε:

 

-Ο μητροπολίτης έφυγε για να πάει στο βαλή!

 

-Δεν τον είδαμε!

 

-'Εφυγε από την πίσω πόρτα.

 

Κι ένας άλλος, που στεκότανε στο πλάι του:

 

-Εγώ τον είδα. 'Εφυγε με την καρότσα του. Να διαλυθούμε και να περιμένομε τα χαβαντίσια που θα φέρει.

 

-Αν είν' έτσι όπως το λέει...

 

'Ετσι κι έγινε. Διαλυθήκανε λιγάκι στραπατσαρισμένοι, μα είχανε ξεθυμάνει. Στο βάθος, μπορεί και ασύνειδα, όλος αυτός ο ξεσηκωμός είτανε για να μετρηθούνε με την τούρκικη εξουσία. Σίγουρα είχαν προεξοφλήσει την επέμβασή της, και μάλλον σίγουρα είχαν προβλέψει τη δική τους αποτυχία. 'Ισως να 'χανε κάποια αόριστη κρυφή ελπίδα πως θα επέμβαινε η Ελλάδα ή και η Ρουσία. Η ιστορία του παιδιού χρησίμεψε για αφορμή. Μα κάπου έπρεπε να ξεθυμάνει το ρωμαίικο γινάτι. Και, ποιος ξέρει, αν είχανε προφτάσει να κατεβούνε οι Σεβδικιαλήδες...

 

Δεν έσταξε οβραίικια μύτη. 'Ολα ξεχαστήκανε την άλλη μέρα. Ρωμιοί και Οβραίοι φιλιωμένοι όπως και πρωτύτερα. Οι Οβραίοι παίρνουνε παιδιά; Ποιος εντεψίζης λέει τέτοιες κουταμάρες;

 

-Σινιόρ Μορντοχάι, μην το κάνεις κάζο. Βρεθήκανε πέντε δέκα μπαναμπάκηδες...

 

-Μου 'πανε πως είσουνα κι ελόου σου μαζί.

 

-Εγώ; Θεός φυλάξοι! Να χαρώ τα μάτια που βλέπω - έπαιρνε και ο κυρ Αναστάσης τον οβραίικο όρκο.

 

'Οσο για το σιορ Ζαχαρία Σιμωνά, την άλλη μέρα, Πέφτη, πήγε στην Οβραιακή και τα κανόνισε όλα. Και την Παρασκευή, σχεδόν χαράματα, ένας αραμπάς σταμάτησε μπροστά στο σπίτι. Φορτώσανε τα έπιπλα - δεν είτανε και πολλά - ανεβήκανε στον αραμπά κ' οι τρεις τους και ξεκινήσανε για τον οβραιομαχαλά, για τα δικά τους χώματα. Είτανε μια μικρή έξοδος. Δυο τρία ζευγάρια μάτια τους παρακολουθήσανε μέσ' από τις γρίλιες των παντζουριών. Φτάσανε στο καινούριο σπίτι, στην Οβραιακή, κατά τις οχτώ, και είχαν έτσι όλο τον καιρό για να το σιγυρίσουνε πριν το βασίλεμα του ήλιου, που αρχινούσανε τα Σάββατα. Η σιόρα Φιόρα φόρεσε τη βελουδένια ρόμπα της και τα καινούρια γοβάκια με τα σιντεφένια κουμπιά, κι ο σιορ Ζαχαρίας πήρε το σάλι της προσευχής και τράβηξε για τη Συναγωγή. Είχανε γίνει χαλίσικοι Οβραίοι, και μαζί με τα ελληνικά τους αρχινήσανε ν' ανακατεύουνε και οβραιοσπανιόλικα. Η Πέρλα φαινότανε λιγάκι όξω απ' τα νερά της, μα θα συνήθιζε κι αυτή.

 

Ο Παντελής πήγε να τρελαθεί σαν έμαθε την είδηση. 'Ολα τελέψαν, έλεγε μέσα του, τέλεψε η ζωή μου, δε θα την ξαναδώ. Μετάνιωνε γι' αυτό που είχε γίνει, τον τιμώρησε ο Θεός, έριχνε πάνω του το φταίξιμο, σίγουρα εκείνη τους ξεσήκωσε να φύγουν, γιατί δεν ήθελε πια να τον αντικρίσει, δεν ήθελε να τον ξέρει. Ας μη γινότανε τίποτα, κι ας μένανε, να περνάω μονάχα να τη βλέπω.

 

Μες στη βδομάδα ένα πρωί, φτεροκοπήσαν οι ελπίδες του. Τι κουτός! Δεν το 'χε σκεφτεί νωρίτερα. Θα μάθαινε από την Πέρλα για το καινούριο τσαρδάκι τους.

 

Με πρόφαση την ασετυλίνα, ξεπόρτισε από το μαγαζί πριν απ' το μεσημέρι. 'Οπως πάντα, έφτασε πάρα πολύ νωρίς έξω από το Παρθεναγωγείο. 'Εκανε τρεις φορές τη βόλτα, Κατιρτζόγλου, Κοπριές, Κατεντράλε, Μπογιατζίδικα, και τέλος είδε να σκολνάνε τα κορίτσια. Βγαίνανε δυο δυο, τρεις τρεις. Δυο τελευταίες - κι έκλεισε η πόρτα του Παρθεναγωγείου. Δε φάνηκε η Πέρλα. Να 'τανε άρρωστη; Σίγουρα θα 'τανε άρρωστη. 'Η, μπορεί ν' αρρώστησε η σιόρα Φιόρα - ποιος ξέρει τι δράμα, τι πάλι γινότανε μες στην ψυχή της... Την κατοπινή μέρα, φούχτιασε το θάρρος του με τα δυο χέρια και ζύγωσε δυο κοριτσόπουλα, στην ηλικία της Πέρλας πάνω κάτω, που βγήκανε μαζί απ' την πορτάρα του Παρθεναγωγείου. Είχε τη φράση του ετοιμασμένη από τα πριν.

 

-Συγνώμην. Μήπως ξέρετε αν σκόλασε η δεσποινίς Πέρλα Σιμωνά;

 

-Η Οβραίισσα; Την τραβήξανε απ' το σχολείο μας.

 

Οι δυο κοπελίτσες ξεμακρύνανε. Γυρίσανε το κεφάλι τους και ρίξανε μια ματιά του Παντελή.

 

-Δε μοιάζει για Οβραίος, είπε η μια.

 

Η άλλη γέλασε.

 

-Γιατί γελάς; ρώτησε η πρώτη.

 

-Για τίποτα.

 

-Πες μου!

 

-Να, γιατί αν ενδιαφέρεσαι, υπάρχει ένας τρόπος να βεβαιωθείς αν είναι Οβραίος ή όχι.

 

-Ποιος τρόπος;

 

Η άλλη έσκυψε και κάτι της ψιθύρισε στ' αφτί.

 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

 

1. Ο εωρακώς μεμαρτύρηκεν. Ο γέρος είταν ο γιος εκείνου του προέδρου της Ισραηλιτικής Κοινότητας, που είχε υπογράψει πριν τριάντα τόσα χρόνια το έγγραφο της δωρεάς για τις καμπάνες. Δεν το αναφέρω μέσα στο κείμενο, επειδή η σύμπτωση θα φαινότανε υπερβολικά μυθιστορηματική.

2. Παραδοθείτε.