Μην κλαις

Μην κλαις, μη λες πως τίποτα δε σού' μειν' εδώ πέρα.
Σου μένει, απάνω στα βουνά, το πέρασμα της μπόρας,
σου μένει η χαραυγή μακριά στο πέλαγο κι η μέρα
κάτω στον κάμπο κι οι ελιές και το βουητό της χώρας.

Σου μένει ακόμα το φτωχό, τ' απάνεμο ακρογιάλι,
που, σα βραδιάζει, μέσα του πέφτουν τα βράχια, οι μώλοι,
τα σπίτια, ο γέρος ο ψαράς που λάμνει αγάλι αγάλι.
Μην κλαις! Σου μένει εκεί -για ιδές!- όλ' η ζωή μας. 'Ολη.

Σου μένει εκεί με τη βουβή κι αθώα της γαλήνη,
με τη γλυκοχαμόγελη, την ξένοιαστη ομορφιά της,
με τη σκιά της, τη σκιά που αρχίζει να τη σβήνη
σιγά σιγά το σούρουπο και της νυχτιάς ο μπάτης...

(Σκιές)