ΦΑΝΤΑΣΜΑΓΟΡΙΑ - Του Δημήτρη Ψαθά

Τρώνε !

Ίσως από βαθύτερα αισθήματα χιτλερικής δικαιοσύνης αφήνουνε ακάλυπτη αυτή τη φαντασμαγορία οι Γερμανοί. Λένε πως είναι ράτσα ανώτερη κι έχουν εγγίσει τα όρια του πιο υψηλού πολιτισμού. Μπορεί γι' αυτό να σκέπτονται αλλιώτικα και να φροντίζουν πριν απ όλα να καλλιεργήσουν την αισθητική μας με θελκτικά και σπάνια θεάματα.

Τρώνε !

Κι ούτε φροντίζουν να κλείσουν με κουρτίνες τα τζάμια του εστιατορίου, Οδός Σταδίου. Στο "Διεθνές". Κι όταν θέλεις μπορείς να περάσεις από κει για να προσφέρεις στον εαυτό σου την υψηλή αισθητική αυτού του συγκλονιστικού θεάματος. Ο Χίτλερ είναι αρχαιολάτρης και ξέρει πως οι προγονοί μας ζητούσαν άρτον και θεάματα. Μας πήρε τον άρτον; Μας προσφέρει το θέαμα. Να μη τα θέλουμε δικά μας όλα.

Τρώνε !

Ποιος είπε πως οι Γερμανοί περιορίζουν τις ελευθερίες; Ελεύθερος είσαι όχι μονάχα να δεις αλλά και να αναπνεύσεις όλα τα αρώματα πού έρχονται από μέσα. Είσαι ελεύθερος ακόμα ν' ακούσεις τη μουσική των κουταλιών, των πιρουνιών, αυτή την ασύγκριτη και γαργαλιστική συμφωνία που αναδίδεται την ώρα του φαγητού απ τα τραπέζια. Βλέποντας, λοιπόν, πως τρωει ένας λαός μεγάλος την ώρα που εσύ ο μικρός σφίγγεις το ζουνάρι θα νοιώσεις να συγκλονίζεται η ύπαρξη σου, Kaι τέτοιο βαθύ συγκλονισμό στα έγκατα της ψυχής και του στομάχου σου δεν μπορεί να σου προσφέρει ούτε ο Σαίξπηρ.

Τρώνε !

Κι εσύ κοιτάς. Ω Ύψιστε! Ούτε στον ύπνο σου δεν θα μπορούσες να χαρείς αυτό το φαντασμαγορικό ταμπλό που γοητεύει την ταλαιπωρημένη όραση σου.

Πέρα-πέρα στρωμένα τα τραπέζια, κι επάνω σε όλα τα τραπέζια πιάτα. Και μπρος σε κάθε πιάτο ένας Γερμανός που κατεβάζει τον περίδρομο. Τι να πρωτοκοιτάξεις; Δεν χορταίνει το μάτι σου να δει και σαν τρελό πηδάει από τραπέζι σε τραπέζι. Εδώ ένας παχουλός και κατακόκκινος. Kρατά μαχαίρι. Κόβει κρέας. Ανοίγει το στόμα του φέρνει το πιρούνι ίσια εκεί κλείνει το στάμα και μασά. Αχ τι ωραία! Εκεί ένας λιγνός. Σηκώνει το ποτήρι πίνει μπύρα. Κλουκ-κλουκ κάνει το ολόξανθο πιοτό στο ευτυχισμένο του λαρύγγι.

Μεσημέρι. Κι έτρωγαν, λοιπόν οι Γερμανοί στο "Διεθνές". Κρύο. Περνούσε ο κόσμος κι άλλοι έριχναν μιά γρήγορη ματιά στο θέαμα κι άλλοι απέστρεφαν το πρόσωπο να μην σκανδαλιστούν. Έξω όμως απ' τα παράθυρα ήταν κι οι πιτσιρίκοι και κοιτούσαν. Τα μάτια όπως πάντα, γουρλωμένα. Κολλούσαν τις μύτες τους στα τζάμια. Μετρούσαν τις μπουκιές. Τα πρόσωπα χλωμά και ξεροκαταπίναν. Αλλά το χιούμορ τους ακλόνητο. Κάθε καινούργιος, που ερχόταν, ρωτούσε τη παρέα:

- Τι φαί έχουμε σήμερα, ρε μάγκες;

- Μακαρόνια !

- Με κρέας;

- Ναι ρε. Γιατί;

- Γιατί σκέτα δεν τα τρωω, για να ξέρεις !

Πότε γελούσαν, πότε γινόταν σοβαροί κι αλληθώριζαν. Σφίγγανε τα ζουναράκια τους και έτριβαν τα χέρια τους να ζεσταθούν. Τρέχανε τα σάλια. Τον κάθε Γερμανό που έμπαινε στο εστιατόριο τον παρακολουθούσαν με μουρμούρα:

- Άλλος μούλαρος για μάσα!

Ύστερα διασκέδαζαν μετρώντας τα πιάτα που κατέβαζε. Κι όταν κανείς απ' τους διαβάτες σταματούσε γουρλώνοντας κι αυτός τα μάτια προς τα τζάμια, τον προσκαλούσαν. "Κάτσε να φας μαζί μας μπάρμπα. Σου κάνω το τραπέζι".

Έτσι.

Ήταν όμως ανάμεσα στα πιτσιρίκια κι ένα που είχε εξαντλήσει όλα τα όρια της αντοχής. Ένας λαιμός λιγνός κρατούσε ένα κεφαλάκι μόνο τρίχες. Ύπαρξη τάχα ζωντανή; Σκιά. Κι όμως γαντζωμένο εκεί στο τζάμι του παραθυριού παρακολουθούσε με κατάνυξη την τελετή του φαγητού. Τα μάτια του, γεμάτα από θάμπος δεν ξεκολλούσαν από τα πιάτα. Φυσούσε παγωμένος ο αέρας. Αλλά ούτε φαινόταν να κρυώνει. Τόση ήταν η μαγεία μπροστά σε αυτό το θέαμα, ώστε κυριαρχούσε μέσα του κι έδιωχνε κάθε άλλη αίσθηση από το κουρέλι εκείνο, που δονούσε η πείνα κι η λαχτάρα. Ακίνητο με τα χεράκια του κατάμαυρα από την παγωνιά ακουμπισμένα εκεί στα τζάμια. Μόνο που και που ένας κόμπος που περνούσε από το λιγνό του λαιμουδάκι, έδειχνε σαν να ρουφούσε με τα μάτια το πανόραμα για να το νοιώσει βαθύτερα μέσα στο στομάχι. Κοιτούσε. Κι άξαφνα σωριάστηκε. Το είδαν τ' άλλα :

- Έπεσε ρε...!

- Κοίτα που δεν αντέχει στο φαί

- Μάπα! Λιμάρη!

Χιούμορ; Σαρκασμός; Aκούω κι ανατριχιάζω. Αδύνατη φωνούλα έβγαινε από το μικρό:

- Πεινάω!

- άντε ρε!

- Πεινάω! . . .

- Ρε σώπα που πεινάς. Αφού δεν είναι ακόμα μεσημέρι ! . . .

Είδε από μέσα ένας Γερμανός και βγήκε στην πόρτα κρατώντας λίγες φέτες. Έχει σβέρκο παχύ και κατακόκκινο. Τετράψηλος. Πλατάρες και χερούκλες. Τετράγωνη κεφάλα. Είναι στο κέφι; Κοιτά τον πεσμένο πιτσιρίκο και γελάει πονηρά. Όχι, δεν του τη σκαει. Πολλά έχουν τραβήξει οι Γερμανοί από τα αλητάκια τής Αθήνας και ξέρουν πως το μυαλουδάκι τους που τ' ακονίζει η πείνα είναι ανεξάντλητο στα κόλπα. Δεν το πιστεύει. Να δεις πως θα σηκωθεί τώρα να τρέξει για να πιάσει το ψωμί. Και πετά την μιά από τις φέτες πέρα. Χιμάνε τ' άλλα ν' αρπάξουν το χρυσάφι και κυλιούνται μέσ' τις λάσπες. Κι ως βλέπουν κι άλλοι από μακριά φτάνουν τρεχάλα και πέφτουν στο σωρό. Κι είναι ένα κουβάρι κεφάλια, χέρια, πόδια και δάχτυλα που σφίγγουν τη λάσπη με τα ψίχουλα, σαγόνια, δαγκώνουν ότι βρίσκουν.

Κι ο Γερμανός γελάει.

Είναι, αλήθεια, τόσο αστείο αυτό πού βλέπει ! Κοιτάει τον μικρό. Ακόμα να σηκωθεί. Πετά μακριά και την δεύτερη τη φέτα. Χυμάνε κι άλλοι. Και την τρίτη. Και γίνεται τότε σωστός συναγερμός. Σαν σαΐτες ορμούν απ' ολούθε οι αλήτες. Αναστατώνεται ο κόσμος. Οι Γερμανοί μοιράζουνε ψωμί ! Τρέχουν και γυναικούλες. Άλλοι πιο δυνατοί τις αναποδογυρίζουν. Κυλιούνται στο σωρό ο ένας πάνω στον άλλο. Αγριεύουν. Χτυπιούνται. Και πετάει την τελευταία φέτα ο Γερμανός. Ανοίγουν μύτες. Δάχτυλα χώνονται στα στόματα ν' αρπάξουν το ψωμί μέσ' από τα δόντια. Μουγγρίσματα. Κραυγές. Σπασμοί. Γροθιές. Έχεις ρίξει ποτέ τροφή σε πεινασμένα ζώα να δεις με τι μανία πέφτουν και δαγκώνονται ποιο να την πρωτοαρπάξει; Έτσι κυλιόντουσαν μέσα στις λάσπες πεινασμένοι αλήτες, ζητιάνοι, γυναικούλες, ένας σωρός κόκαλα πού έτριζαν και μούγκριζαν.

Κι έρχεται ένας αξιωματικός. Βλέπει το θέαμα, ανάβει. Γυρνά στον στρατιώτη:

- Ποιος πέταξε ψωμί;

Κλαρίνο.

- Εγώ, κ. λοχαγέ.

- Είκοσι μέρες φυλακή.

Ύστερα προχωρεί στη μάζα που δερνόταν. Ήταν θέαμα αυτό; Επιτρεπότανε ποτέ σε τόπο πού βασιλεύει η δόξα του χιτλερικού στρατού να γίνονται σε δρόμους κεντρικούς παρόμοιες σκηνές; Σηκώνει τις μπότες κι αρχίζει τις κλωτσιές. Σε μούτρα, σε κρανία, σε κοιλιές, σε χέρια και σε πόδια. Ουρλιάζουν από τον πόνο. Και σκορπίζουν οι αλήτες. Μερικά στόματα μασούν ακόμα λάσπη, αίμα και λίγα ψιχουλάκια.

Αυτό.

Ύστερα γυρνά ο αξιωματικός μπαίνει στο εστιατόριο να φαει. Ήσυχος, σοβαρός. Και το μικρό; Δεν κούνησε απ' τη θέση του. Ούτε εκείνη τη στιγμή ούτε ποτέ.