ΤΟ KYKNEIO
Τέσσαρες ήταν. Κι oι τέσσαρες λεβέντες. Από τριάντα ως σαράντα χρονών - ύφος ανθρώπων που έπιασαν από τα κέρατα τον ταύρο. Τον είχαν τον ασίκη. Μαζί με δυο κυρίες, Η μία μουσούδα μακρουλή με πηγούνι προτεταμένο - ξανθιά - με μαλλιά τσιτωμένα στο κεφάλι και χωρισμένα σε χωρίστρα. Ακίνητη και παγερή. Καλλονή θανάσιμη. Η άλλη μια χοντροπατάτα με μάγουλα ροδοκόκκινα, μάτια γελαστά, μαλλιά πού κυλούσαν σαν καταρράχτες γύρω απ' τον σβέρκο και τιναζόντουσαν χαριτωμένα στον αέρα κάθε φορά πού έστρεφε εδώθε - κείθε την κεφάλα. Στις μεν και στις δε τα δάχτυλα αστραφτοκοπούσαν τα μπριγιάν, στ' αυτιά τα σκουλαρίκια και στους λαιμούς κάτι διπλοστριμμένα κολιέ σαν καραβόσκοινα. Η μεν και η δε έπιναν το κρασί κρατώντας το ποτήρι με τα δυο δάχτυλα - το μεγάλο και τον δείχτη - ενώ τ' άλλα πετούσαν σαν βεντάλιες. Ντυμένες στα μετάξια και τις γούνες. Χάρμα κι οι δυο τους, στον τύπο της η καθεμιά. Δηλαδή κι οι δυο κάτι μεταξύ κυριών του καλού κόσμου, άστρων του καμπαρέ κι ακράτου λετσαρίας.
Αξιοί τους ήσαν κι οι "κύριοι". Είπα λεβέντες. Με το μουστακάκι τους, με το μαλλάκι τους, με την ρεμπουπλικίτσα τους, με τα εκατομμυριάκια τους, και προ πάντων με την βαθιά κατανόηση του πνεύματος της εποχής, άνθρωποι αποφασισμένοι vα ζήσουν τη ζωή τους. Από εκείνους, δηλαδή, πού σε βλέπουν vα ξεψυχάς και σκύβουν ευλαβώς να σου πάρουν το σακάκι. Τύποι μοντέρνοι, γεννήματα της εποχής, άνθρωποι λυτρωμένοι απ' όλες τις προκαταλήψεις και πριν από όλα από την άθλια εκείνη υπόθεση που είχαν κάποτε τα πλάσματα του καλού Θεού πάνω στη γη και που λεγόταν - αν δεν με απατά η μνήμη - συνείδηση.
Χα-χα-χα. Μπρε τι κέφι που είχαν οι λεβέντες. Και γιατί να μην έχουν; Μπροστά τους ένα ταψί μ'αρνί. Κι ας ήταν η ταβέρνα άδεια. Ας ήταν άδεια τα τραπέζια. Ας ήταν σβησμένες οι φουφούδες. Ειδικώς γι' αυτούς και μ' έξοδα τους είχε αγοραστεί τ' αρνί. Κι ο καταστηματάρχης που πουλούσε μήνες τώρα κρασί σκέτο ειδικώς γι' αυτούς φώναξε γκαρσόνι να περιποιηθεί τους λεβέντες που ήξεραν να πληρώνουν τα λεφτά και με τις δύο τους φούχτες.
- Ρε φιόγκο!
Φιόγκος ήταν το γκαρσόνι.
- Διαταγάς.
- Μουζική δεν έχει το κατάστημα;
- Δυστυχώς.
- Εκείνος ο ντιζέρης ο Ζοζός δεν είν' εδώ; Ή μπας και τα τίναξε απ' την πείνα;
Ζούσε.
- Μπα το σκυλί. Αντέχει ακόμα;
- Αντέχει. Περνάει κάθε βράδυ.
- Ρε τον μασκαρά. Το λοιπόν, μαντάμ Πιπίτσα γλέπω σήμερα και περάσαν απ' το μαγαζί καμμιά εικοσαριά. Άμωμοι εν οδώ εις τόπον χλοερόν και τα λοιπά. Και μιά απ' τις κάσες, το λοιπόν ήταν πολύ μακριά, δυο πήχες και. Λέω με το νου μου τούτος είναι ο Ζοζός. Δεν ξέρω πως μου κατέβηκε αλλά πάντα του έλεγα ρε μπατίρη άσκημο λείψανο θα κάνεις και θα στοιχίσει η κάσα σου πολλά.
Χo-χο-χο. Σπιθοβολούσε το πνεύμα στι0ς κουβέντες τους. Τρώγav και πίναν και λέγαν κάτι νόστιμα αστεία στις "κυρίες" με τέτοια υπονοούμενα που θα έκαναν να κοκκινίζουν και οι πέτρες. Κι άξαφνα - ήμουν εκεί. Για κρασί είχα πάει, να καταβρέξω το έρημο μπλιγούρι. Άνοιξε, λοιπόν η πόρτα και γλίστρησε μες στην ταβέρνα όπου γλεντοκοπούσε μοναχή της η παρέα ένα φάντασμα. Φωνές θριάμβου αντιλαλήσαν:
- Ο Ζοζός!
- Κατά τη φωνή, μωρέ.
- Ρε ζεις μωρέ μπατίρη; Έλα κοντά και σε ζητούσαμε. Έλα ρε βασιλέα της ψωμόλυσσας! (γέλια). Έλa ρε δούκα του νεκροταφείου! (γέλια). Έλα ρε άρχων της λιγούρας που αραχνιάσαν οι μασέλες σου και δεν το βάζεις κάτω. Για κοίτα. Έχει μάσα εδώ που δεν την είδες ούτε και γαμπρός! (γέλια). Αν μας πεις το λοιπόν ένα τραγουδάκι μερακλίδικο θα την ταρατσώσεις.
Ήταν ψηλός. Φάντασμα τον είπα; Τον κολακεύω. Γιατί αν τον βλέπαν τα φαντάσματα θα φεύγαν τρομαγμένα. Η μούρη του κρεμόταν. Είχε στεγνώσει το πετσί πάνω στα κόκαλα του. Φορούσε ένα σακάκι χιλιοτρυπημένο κι απ' τα κοντά μανίκια του πεταγόταν κάτι χέρια που θύμιζαν άγια λείψανα στις εκκλησίες. Κοντό το παντελόνι χιλιομπαλωμένο και δύο γυμνά καλάμια στηρίζαν το οικοδόμημα. Το χρώμα ήταν νεκρικό.
- Πόσα κιλά έχασες Ζοζό;
- Σαράντα κύριοι.
- Και πόσα είχες;
- Εξήντα πέντε κύριοι.
- Ώστε σου έμειναν … εικοσιπέντε έκανε η γλυκοπατάτα που προφανώς ήτανε δυνατή στα μαθηματικά. Και εν τούτοις ζεις. Μπράβο κ. Ζοζό. Αυτό θα πει ότι είσαι ισχυρά... φυσιοσυγκρασία! Καλά σου λέει ο κ. Μαρίνος. Πες μας ένα τραγούδι.
Εσταύρωσε τα χέρια.
Κι ήταν καθώς στεκόταν μπροστά στο τραπέζι της εύθυμης παρέας αυτοπροσώπως το φάντασμα της Πείνας. Έφεγγε ολόκληρος κι' από το πρόσωπο του δεν έμεναν παρά μόνο τα μάτια. Κι ήταν τα μάτια αυτά απέραντα εκφραστικά και καρφωμένα στο ταψί κι όπoυ και να γυρνούσε το κεφάλι δεν ξεκολλούσαν από κει. Μαγνητισμένος; Υπνωτισμένος; Συνεπαρμένος απ' το κρέας και τα ξεροκοκκινισμένα πατατάκια που πλέαν μέσα στην άφθονη σάλτσα του ταψιού;
Όλα μαζί.
- Παίρνεις ένα μεζέ;
- Ευχαρίστως.
-Μπα και σου κόψει την όρεξη; (γέλια). 'Ελα, κλάπα το !
Και πέταξε ένα πατατάκι. Κρακ κάναν οι μασέλες. Για πότε εξαφανίστηκε στα βάθη του στομαχιού απορούσες. Έχεις δει το σκύλο καθώς του πετάς ένα κομμάτι και το αρπάζει στον αέρα μ' ένα ξερό κρότο των δοντιών;
- Έλα. Ζοζό, είπε ο πιο πνευματώδης της παρέας πρώτα θα τραγουδήσεις κι ύστερα θα φας γιατί μπορεί να σου βαρύνει το στομάχι (γέλια). Ρε Φιόγκο. Ετοίμασε ένα πιάτο του κύριου Ζοζού. Φέρτου κι ένα ποτήρι, γιατί τον ξέρω πως του γουστάρει ο οίνος του Κυρίου. Ίσα μπατίρη! Ιδού το ρόδον ιδού και το πήδημα. Δόστου χαβαδάκι. Ή έχεις αντίρρηση;
Αντίρρηση! Πανδαισία τον περίμενε σε λίγο και γινόταν κοσμογονική αναστάτωση κι είδος γαμήλιας προετοιμασίας στα βάθη του άδειου στομαχιού του. Πως να 'χει αντίρρηση; Έξυσε πρώτα το λαρύγγι του. Ύστερα πήρε ανάσα. Ύστερα κούνησε τις μασέλες και ξεροκατάπιε τρεις-τέσσερις φορές. Ύστερα σφίχτηκε και τότε βγήκε από τα καταχθόνια της ύπαρξης του ένα πράγμα σαν φωνή, σαν σπαραγμός, σαν ήχος παράτονος ενός οργάνου ξεκουρδισμένου. Έχεις φανταστεί μιά κιθάρα φέρ' ειπείν, που νάχει χρόνια να την πιάσει άνθρωπος και vάχουν σκουριάσει οι χορδές της; Έτσι ακουγότανε κι ο άνθρωπος που τραγουδούσε ενώ φουσκώναν οι φλέβες του λαιμού του απ' την υπέρτατη προσπάθεια και το κεφάλι κουνιόταν σπασμωδικά όπως του ιεροψάλτη που έπιασε πολύ ψηλά χερουβικό. Τα μάτια γουρλωμένα μέναν σαν τη μαγνητική βελόνα κολλημένα στο ταψί:
Σουρωμένος θάρθω πάλι στην παλιά μου γειτονιά
να σου παίξω μπουζουκάκι με γλυκιά διπλοπενιά.
Ούρλιαξαν οι λεβέντες:
- Μπράβο Ζοζό !
- Ίσα και τα κατάφερες.
- Άντε κι εγώ θα σε βάλω αριστερό ψάλτη στη μητρόπολη.
Κι' είπαν οι γόησσες:
- Καλέ ωραία τραγουδά.
- Αντέχει ακόμα.
- Α τον καημένο τον κ. Ζοζό. Και φανταστείτε το λοιπόν πως ο άνθρωπος αυτός πριν απ' το πόλεμο ήταν καθώς πρέπει. Αχ τι έκανε η πείνα, τι έκανε η πείνα στον κοσμάκη. Έλα κύριε Ζοζό... πες μας το παρακάτω!
Συγχρόνως η θανάσιμη εκείνη καλλονή του άπλωσε ένα κοψίδι. Κρακ βρόντησαν πάλι oι μασέλες και το κρέας κατρακύλησε στο χάος του στομάχου του, ενώ τα μάτια του χύθηκαν με φλογισμένο έρωτα στο ταψί καθώς ένοιωσε μέσα του την αγαλλίαση του κοψιδιού - και βόησε το παρακάτω:
Όταν -παίζω μπουζουκάκι
δώσε βάση στην πενιά
κάτω απ' τα παράθυρα σου
ευμορφή μου κοπελιά..
Δεν ήταν τραγούδι εκείνο - τώρα. Ήταν κραυγή πόνου κι απελπισιάς για το θεριό της πείνας που λυσσομανούσε μέσα του καθώς έβλεπε τον υπέρτατο πειρασμό του ταψιού μπροστά του.
Κι' άναψε το κέφι:
- Γειά σου, Ζοζό.
- Μπράβο μπατίρη !
- 'Ισα ψωμόλυσσα κι εγώ θα σε στείλω στο κονσερβατόριον των Παρισίων για vα εξευτελίσεις τον Καρούζο. Μπράβο.
Και πιάσαν το τραγούδι: "Ζηλεύουνε οι φίλοι μου - ντυμένο vα με δούνε - μπατίρη θέλουν να με δουν για να φχαριστηθούνε." Κι ύστερα το ρεφρέν μαζί και οι κυρίες:
"Να σαλτάρω, να σαλτάρω
την ρεζέρβα, να του πάρω."
Κι απάνω εκεί στο απόγειο του γλεντοκοπιού έγινε το δυσάρεστο. Κατρακύλησε ο άνθρωπος. Κόπηκε το τραγούδι και τινάχτηκαν απάνω όλοι:
- Μπρε Ζοζό. Έλα;
- Σήκω ρε μη μας χαλάς την παρέα.
- Τι έπαθες μωρέ;
Kaι κείνος που έσκυψε επάνω του να εξετάσει :
- Ρε παιδιά, σοβαρώς. Τα τίναξε!
Πραγματικά. Τα τίναξε ο μπατίρης. Απ' τη συγκίνηση; Μπα. Τα τίναξε ο Ζοζός κανονικά όπως τα τινάζουν σήμερα οι άνθρωποι απ' τη μιά στιγμή στην άλλη - ίδιοι με οικοδομές που σαπίσαν τα θεμέλια τους και γκρεμίζονται. Ίσως έπαιξε κάποιο ρόλο κι η συγκίνηση. Αλλά αυτά δεν έχουν σημασία. Ένα ήταν το κακό - που διάλεξε πολύ άσχημη στιγμή ο άνθρωπος και χάλασε το κέφι της παρέας. Όσο για τον ίδιο δεν θάπρεπε νάχει παράπονο γιατί ήταν ο μόνος από τις χιλιάδες των ομοίων του που ταξίδεψε για τους χλοερούς τόπους φέροντας στο στομάχι του τουλάχιστο μιά πατάτα κι ένα κοψίδι κρέας.
- Πάμε παιδιά.
- 'Ισα.
- Kυρ Γιάννη, τηλεφώνησε στη δημαρχία νάρθει τα κάρο να τον πάρει. Και μας συγχωρείς για την ενόχληση.
Βγήκαν. Κι αντήχησε σε λίγο πάλι ο δρόμος από το τραγούδι προς τιμήν του μακαρίτη:
Να σαλτάρω να σαλτάρω
την ρεζέρβα, να του πάρω.