ΘΥΣΙA - Του Δημήτρη Ψαθά

Τύπος ηρωικός; Δεν έμοιαζε. Ο μόνος του ηρωισμός ήταν ότι κατάφερνε να ζει χωρίς να κλέβει, και να ελπίζει χωρίς να φώσκει ελπίδες πουθενά. Φιλότιμος. Τίμιος. Αγαπούσε την Ελλάδα, το μπαρμπέρικο του και τις όπερες. Μισούσε το πλιγούρι, τους Γερμανούς και την σιωπή. Πολύ συχνά χαριτωμένος. Όταν έβλεπε Γερμανό ή Ιταλό στο δρόμο έβαζε προνοητικά το χέρι του στην τσέπη, άνοιγε την παλάμη του και μούντζωνε.

'Ενας κοντούλης ήταν.

Κεφάλι στρογγυλό με φαλακρίτσα, και μία χωρίστρα με τριάμισι μαλλιά. Γαβρήλος ο κουρέας. Έκρυβε λοιπόν, έναν Εγγλέζο και κρατούσε το πράγμα τόσο μυστικό ώστε το ήξερε κόσμος και ντουνιάς.

- Γαβρήλο δεν φοβάσαι;

- Τι να φοβηθώ;

- Αν το μάθουν; Αν σε πιάσουν;

- Ας το μάθουν. 'Ολος ο κόσμος κρύβει Εγγλέζους. Ποιον θα πρωτοπιάσουν; Ήλθαν και πολέμησαν στην πατρίδα μας οι άνθρωποι. Να τους αφήσουμε στο έλεος του θεού; Στο κάτω-κάτω μιά ζωή είναι αυτή!

Σωστό. Εδώ και λίγους μήνες, στρατός τής αυτοκρατορίας ξεκίνησε από την Αυστραλία κι ήλθε να πολεμήσει στην Ελλάδα για ένα κοινό ιδανικό, την λευτεριά. Κι εκεί στις Θερμοπύλες η Μοίρα ξανάβαλε την Ιστορία να γράψει μερικές σελίδες επάνω στο πανάρχαιο εκείνο θέμα που διάλεξε ο τόπος μας να δίνουν εξετάσεις οι λαοί. Ύστερα ήλθε η κατάρρευση. Κι ένα πρωί σκόρπισε ο στρατός κι οι στρατιώτες έφευγαν να προλάβουν τα καράβια. Είδαν τότε οι Αθηναίοι τις φάλαγγες να περνάνε από την οδό Σταδίου με τούς στρατιώτες σκονισμένους, άγρυπνους, αξύριστους με τα τάνκς τους φορτωμένα λάσπες, άπλυτους, ταλαιπωρημένους, κουρασμένους επάνω στα μηχανοκίνητά τους αλλά με ένα χαμόγελο στο πρόσωπο:

- Αντίο σας, λέγαν οι Ρωμιοί. Με το καλό να ξαναρθείτε.

- Γκούτ μπάϊ, λέγαν οι Εγγλέζοι.

- Γές Γες. Γκουτ μπάϊ.

- Θα ξαναρθούμε - απαντούσαν οι Εγγλέζοι.

Ένας φιλικός στρατός που φεύγει είναι πάντα κάτι λυπηρό που σφίγγει τις καρδιές. Και δεν ήταν, βέβαια, εκείνη τη στιγμή μονάχα η λύπη για την τύχη του στρατού αυτού που έφευγε, αλλά κι η αγωνία για τους Γερμανούς που κατεβαίναν και φέρναν στις βαριές τους μπότες τη σκλαβιά.

Και φτάσαν.

Είχε φύγει ο όγκος του εγγλέζικου στρατού αλλά αιχμαλωτίστηκαν πολλοί και άλλοι πολλοί μείνανε κρυμμένοι δω και κει, προ πάντων στην Αθήνα. Κι όταν οι Γερμανοί στρογγυλοκάθησαν στο στήθος της Ελλάδας έβγαλαν διαταγή: "Οποίος κρύβει Εγγλέζο τουφεκίζεται". Αλλά καρφί δεν του καιγόταν του Γαβρήλου. Κι όχι μονάχα αυτό, παρά το μυστικό το ήξερε όλη η πελατεία του και το μάθαινε όποιος έμπαινε στο μαγαζί.

- Τι κάνει ο Εγγλέζος σου, Γαβρήλο;

- Εν τάξει ο κρεμανταλάς.

- Είναι ψηλέας;

- Ντερέκι ο αφιλότιμος.

- 'Εμαθε ελληνικά;

- Εμ τσάτρα-πάτρα όλο και κάτι κοπανάει. Αλλά τα ρωμέϊκα που λέει αυτός μονάχα Εγγλέζος μπορεί να τα καταλάβει.

Έως εδώ καλά.

Όσο περνούσε όμως ο καιρός τα πράματα ζορίζαν. Tην άνοιξη κάτι πήγαινε κι ερχόταν. Το φθινόπωρο αγριέψαν απότομα. Κι όσο έμπαινε ο χειμώνας κατάμαυρα γινόταν όλα. Το ζήτημα τού φαγητού έγινε φοβερό κι ο δύστυχος κουρέας βρέθηκε σ' απόγνωση. Με κόπο κατάφερνε να βρίσκει λίγη πρασινάδα για το σπίτι του. Κι όταν κανένα μαυραγοριτάκι του έφερνε καμμιά οκά ρεβίθια ή φακές ήταν ευτυχισμένος. Μα τούτο γινόταν πολύ σπάνια κι ο Γαβρήλος βρισκόταν σ' αδιέξοδο:

- Τι να τού κάνω βρε παιδιά;

- Δεν τρώει λαχανίδες ο Εγγλέζος;

- Μπα τον ευλογημένο. Γελάει που τις βλέπει.

- Γελάει;

- Αμέ; Και τούτο είναι πού με στενοχωρεί. Γιατί βλέπεις, ούτε και γκρινιάζει ο χριστιανός παρά μονάχα λέει "βέρυ γκούντ" και μένει νηστικός. Κι όμωs χάνει κιλά ο φουκαράς. Κοτζάμ' άντρας μου ήτανε και του έμεινε τώρα μόνο τo ψήλος. Κατάλαβες; Κατάντησε σπαγέτο!

Δράμα.

Πως θα εξασφαλιζόταν ο επισιτισμός του 'Αγγλου από τον φουκαρά; Πολλοί πελάτες του τον συμβούλευαν να τον παραδώσει σε πλούσιους. Αλλά ο Γαβρήλος γινότανε θηρίο.

- Αδύνατο. Αυτό ποτέ !

- Γιατί μωρέ Γαβρήλο;

- Ντροπή μας βρε παιδιά. Κι εδώ ο πλούσιος δηλαδή; Γιατί κι ο φτωχός να μην γλιτώσει έναν Εγγλέζο; Μονάχα για τους πλούσιους ήρθαν και πολεμήσαν οι χριστιανοί; "Άντε βρε παιδιά! Άντε όλοι μαζί να τον γλιτώσουμε !"

Και τότε η πελατεία του Γαβρήλου το πήρε ζήτημα φιλότιμου. 'Ολοι μαζί βρε 'Ελληνες, να σώσουμε τον 'Αγγλο. Κι' άλλος έφερνε φασόλια, άλλος τυρί, άλλος γαλέτα, άλλος ελιές, άλλος παστό, άλλος κανένα αυγό. Κι όλοι μαζί από το υστέρημά τους. Μέσ' την τρομακτική πείνα που θέριζε τον κόσμο το μπαρμπέρικο του Γαβρήλου είχε γίνει κέντρο επισιτισμού για τον Εγγλέζο. Κι όταν έμπαινα στο κουρείο κι έβλεπα σιωπηλούς τους πελάτες ν' αφήνουν στη γωνιά το πακετάκι τους η ψυχή μου γέμιζε χαρά.

- Πως πάει ο Εγγλέζος σου, Γαβρήλο;

- Φίνα ο αλιτήριος!

- Τρώει τώρα; Tρώει;

- Τρώει ο θεομπαίχτης.

- Πήρε καμμιά σταλιά επάνω του;

- "Αστα! Χτες τον ζύγισα. Μου πήρε τρία κιλά τούτο το μήνα. Είπα πως θα χαρεί. Μπα τον κρεμανταλά. Μόνο που είπε "βέρυ γκούντ" και πάει. Και μου έχει τώρα άλλες μελαγχολίες να χαρείτε. Μου θέλει φουτ μπόλ!

Ήθελε και φούτμπολ. Αλλά σ' αυτό ο κουρέας Γαβρήλος ήξερε να βάζει πειθαρχία στον Εγγλέζο του. Φουτμπόλ, νιξ, ας την παλιοκουβέντα. Κι ήταν τώρα ευτυχισμένος γιατί είχε τακτοποιήσει την υπόθεση του κι ήταν ακόμα δυο φορές περήφανος γιατί κι άλλοι Έλληνες τον βοηθούσαν. Αλλά το πράγμα είχε γίνει πια δημόσια υπόθεση. Κι επειδή στον τόπο τούτο δεν ζουν μονάχα άγγελοι κάποιος λαμπρός Ρωμιός τον πρόδωσε κι ένα πρωί φτάσαν αγριεμένοι στο μπαρμπέρικο οι Γερμανοί :

- Γαβρήλος εσύ;

- Γες.

- Γές; Κομ!

Κιτρίνισε ο Γαβρήλος.

- Μπαρδόν;

Τον άρπαξαν με τις κλωτσιές

- 'Ελα μαζί. Κομ !

Την ίδια στιγμή στο σπίτι του Γαβρήλου είχαν πάει άλλοι Γερμανοί και πήραν μαζί τους τον Εγγλέζο, ξυλοφορτώσαν τη γυναίκα κaι τα δυό του τα παιδιά. Σε λίγο καιρό μάθαμε πως ο Γαβρήλος τουφεκίστηκε. Ένα χαρτάκι του μοναχά έφτασε στα χέρια μας: "Παιδιά, με φάγαν τα σκυλιά. Μην αφήσετε τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου να πεθάνουνε στη πείνα."

Φτωχέ Γαβρήλο! Μέσα σε τούτο το κακό που χειροτέρευε μέρα με την ημέρα, καθένας κοιτούσε να μην πεθάνει ο ίδιος από την πείνα. Ποιος να θυμηθεί τη δική σου τη γυναίκα και τα δικά σου τα παιδιά; Έπεσες για την Αγγλία. Μεγάλη είναι η χώρα, δεν θα σε ξεχάσει. 'Ετσι λέμε...