Ρήγας, "Το τσιράκι του εργαστηρίου", Σχολείον των ντελικάτων εραστών, επιμ. Σ. Πίστας, Αθήνα, εκδ. Βιβλιοπωλείον της "Εστίας", 1994, σσ. 40-60.

Ένας πλούσιος πραγματευτής, περίφημος διά την ειλικρίνειαν της ψυχής και τα καθαρά του σπλάγχνα, όντας πατήρ τριών ωραιοτάτων θυγατέρων, από τες οποίες εις την κάθε μίαν έμελλε να δώση πενήντας χιλιάδες γρόσια προίκα, είχε βάλει τα πράγματά του εις μίαν πολλά φρόνιμην και καλήν τάξιν. Τρόπον τινά εζούσε ωσάν ένας φιλόσοφος, μα τοιούτος, καθώς τον θέλει ο Μέγας Φρειδερίκος, βασιλεύς της Προυσσίας. ήγουν ογλήγορος, επιμελής, και το καλύτερον, οπού ενόμιζε τον εαυτόν του αφεύκτως υπόχρεον διά να συνθέση μίαν σφαίρα τριγύρω του από φιλοπόνους και ειλικρινείς ανθρώπους ωσάν και λόγου του, και το ενόμιζε μεγάλον προτέρημα και χαράν να θρέφωνται, να κερδαίνουν και να κυβερνώνται πολλοί διά μέσου του. Τοιαύτας αρχάς λοιπόν έχοντας, όλες αι υποθέσεις του επήγαιναν δεξιά και καθ' εκάστην επροχωρούσαν από καλόν εις καλύτερον, με όλον οπού άρχισε την πραγματείαν του σχεδόν εκ δανείων. Ο Δεβουσέ (έτσι ωνομάζετο) ήτον από τα περίχωρα του Παρισιού και είχεν αναθραφή εις την απλότητα των ηθών οπού ευρίσκει τινάς μόνον εις τα έξω μέρη. Εσυνήθιζε να λέγη συχνά ένα γνωμικόν οπού είχεν ακούσει από τον πατέρα του, ότι, όταν κάθεται αναπαυμένος κανένας και αφήνη τες ελπίδες του εις εκείνα οπού απόκτησε μίαν φοράν, χωρίς να τα πολλαπλασιάζη πάντοτε, τα σώνει από λίγα λίγα.

Αυτός ο άοκνος άνθρωπος είχεν ως επί το πλείστον διά τσιράκια εις το εργαστήρι τα παιδιά των πλουσιότερων ομοτέχνων του, οπού η καλή του υπόληψις τους επαρακινούσε να του τα προσφέρουν, διά να τα παιδεύη και να τα κάμη να λάβουν έφεσιν της φιλοπονίας. Τα εδέχετο λοιπόν με αγαθότητα και έπασχεν όσο το δυνατόν να τα εμπνέη φρονήματα ειλικρινείας. Είχε περί τούτου δύο αιτίες. Η πρώτη ήτον να φανή εις τους γονείς των παιδιών τοιούτος, ό,τι λογής τον ενόμιζαν εκείνοι. Η δευτέρα όμως απέβλεπεν εις το ίδιον καλόν της φαμελίας του. είχε σκοπόν να εκλέξη από αυτά γαμβρούς οπού να ηξεύρη κατά βάθος την καθαρότητα της καρδιάς τους και να είναι βέβαιος διά των καλόν χαρακτήρα τους. Επειδή αυτός ο καλός άνθρωπος, το παράδειγμα των επιλοίπων πατέρων, εφρονούσεν ότι πρέπει να ζη κανένας εις τον κόσμον μόνον διά την ευτυχίαν των παιδιών του, αφού τα έδωσε μίαν φοράν το είναι και την ζωήν, και ότι, διά να έχουν τα παιδιά σέβας εις τους γονείς, φυσικήν υποταγήν, και να λαμβάνουν έφεσιν διά την φιλοπονίαν, έφθανε μόνον αυτή η χαροποιά ιδέα, να ξεύρουν πως εκείνοι πάσχουν διά την βοήθειάν τους, να τα δώση όλες τες αρετές και να τα κάμη να τους θεωρούν ως πρώτους ευεργέτας. Εμένα με φαίνεται πως εις αυτό ημπορούσε να έχη δίκαιον ο Δεβουσέ.

Απ' όλους τους νέους του Παρισιού οπού είχεν εις το σπίτι του, κανέναν δεν ευρήκε να τον αρέσκη καθώς ήξελε, με όλον οπού η πρώτη κόρη του δεν εστάθη τόσον δύσκολη ωσάν αυτόν, διατί έκλεξεν ένα διά λόγου της. Η δευτέρα όμως, οπού είχεν απερίγραπτον μέριτον και τα ίδια φρονήματα του πατρός της, εδυσαρεστείτο εις τον καθένα. Όθεν δι΄αυτήν και εκείνος εφύλαττεν όλες τες φροντίδες του. Τονν ήλθε τέλος πάντων ένα νέον παιδί από κάποιον γνώριμόν του, Λέανδρος ονόματι, του οποίου εν συντόμω θέλω περιγράψει το νόστιμον είδος και τον αξιομίμητον χαρακτήρα.

Ας λάβη κατά νουν τινάς έναν νέον μετρίως υψηλόν, παχουλόν, μάτι και φρύδι μαύρα, μακριά μαλλιά, ωσάν να είχε δύο βούκες εις τα κόκκινα μάγουλά του, με χνούδι μόνον εις το πηγούνι, ώμους φαρδείς, ένα σώμα σύμμετρον και ανάλογον, ένα περπάτημα στερεόν, οπού ημπορούσε με τον καιρόν να γίνη ευγενικόν και εύστροφον. Μετά τούτο, πνεύμα ξυπνητόν, άκραν πραότητα, φιλοπονίαν, και να είναι άκακος εις τα ήθη. Τοιούτος ήτον ο Λέανδρος εις την ηλικίαν των δεκαεπτάμυσυ χρονών, όταν εμβήκε πρώτην φοράν μαθητής εις το σπίτι του Δεβουσέ. Ένα μόνον ελάττωμα είχεν ο πτωχός, οπού δεν ήτον γεννημένος από γονείς ευγενείς.

Ο πραγματευτής, όλος γεμάτος από χαράν, ενόμισεν ότι ηύρεν έναν πλουσιώτατον θησαυρόν και εν τω άμα απεφάσισε να βάλη τα δυνατά του, διά να τον παιδεύση καθώς ήξευρεν εκείνος και καθώς έπρεπεν. Ο τρόπος οπού έως τότε εφέρετο προς τους λεπτούς νέους Παρισιάνους, υιούς των συντεχνιτών του, ήτον ολίγον πράος: τους εμεταχειρίζετο με τσιριμόνιες, με μίαν πολίτικα υποχρεωστικήν και φιλήσυχον. δεν ήθελε να δοκιμάζη τον χαρακτήρα τους με τους βαρείς εκείνους τρόπους, διά των οποίων νιώθει κανείς σωστά την δύναμίν τους και το τι αξίζει ο κάθε άνθρωπος. μήτε εξερευνούσε την ογληγορότητα των πράξεών τους ή την ευθύτητα της καρδίας τους, η οποία είναι προτέρημα πολλά σπάνιον τώρα εις τον καιρόν μας και μόνον εις τα χείλη του καθενός ημπορεί να ευρεθή. τον παραμικρότερον ήθελε τον κακοφανή, αν αμφιβάλη κανείς εις την ειλικρίνειάν του. Δι' αυτά λοιπόν όλες οι δοκιμές οπού ήθελε κάμει προς εκείνους ήτον μάταιες, επειδή και, όταν παραστήση κανείς γυμνήν την αλήθειαν, φαίνεται σκληρός και ανυπόφερτος. είναι όμως τω όντι επωφελής. Είμεθα εις ένα αιώνα οπού οι άνθρωποι γγίζονται διά τον παραμικρότερον λόγον. θέλουν λέγωνται ειλικρινείς, πλην δεν είναι τη αληθεία, επειδή και θυσιάζουν τους φίλους τους διά το παραμικρόν ιντερέσον τους. Όχι πως δεν είχε ζήλον ο φρόνιμος Δεβουσέ, αλλά ήτον σχεδόν αδύνατον να κάμη εκείνο οπού εστοχάζετο αναγκαίον διά τους νέους Παρισιάνους.

Προς τον Λέανδρον όμως δεν εφέρετο έτσι, επειδή και αυτός ήτον αφιερωμένος όλος δι' όλου εις τα χέρια του. Όθεν, ευθύς οπού τον επήρεν, η πρώτη του φροντίδα εστάθη το να εβγάλη όλους τους παλαιούς του εργαστηρίου, διατί με έναν νέον έπρεπε και νέος τρόπος. αν εβαστούσε κανέναν από τους πρώτους μαζί του, ήθελεν είσται επικίνδυνος σύμβουλος εις το να παρασύρη την αγαθότητά του και να μεταδώση την πρώτην κακήν συνήθειαν, με όλες τις κατάχρησές της. Όταν έχη σκοπόν να ανακαινουργήση τινάς ένα πράγμα, ανάγκη είναι να αποβάλη όλην την παλαιάν ζύμην, διά να το κάμη παστρικόν. λόγου χάριν, αν θέλη να αποκτήση καλούς δούλους, φθάνει μόνον να εβγάλη όλους τους πρώτους κακούς, να κοιτάξη τες δουλειές του όπως ημπορέση οκτώ ημέρες, οπού και ο ίδιος αέρας του σπιτιού του να παστρευθή, να πάρη ύστερον διαλεγμένα υποκείμενα, και προ πάντων να μην εσυνομίλησαν με τους εξωθέντας, και έτσι ημπορεί να εύρη την ησυχίαν του. Μετά τούτο ο Δεβουσέ ηθέλησε να δειχθή εις τα μάτια του νέου μαθητού καθώς και τω όντι ήτον, ήγουν τιμημένος πραγματευτής, πράος σύζυγος, φιλόστοργος πατήρ, ειλικρινής φίλος και φιλήσυχος συμπολίτης. Τούτο δεν ήτον δύσκολον εις του λόγου του, επειδή και από όλους εκηρύττετο διά τοιούτος. Τελευταίον, η κυριωτέρα απόφασις του φρονίμου πραγματευτού ήτον να κρατή διά πάντα εις την γνώμην του μαθητού του μίαν καλήν ιδέαν οπού το παιδί είχε φυσικά εις τον νουν του. η οποία αν έλειπεν, αυτός ήθελε πασχίσει επί πόνου να την εμπνεύση. ήγουν το να δουλεύη κανείς (εις οποίαν κατάστασιν και αν ευρεθή) είναι ίδιον τιμημένου ανθρώπου και μόνη η οκνηρία αξιογέλαστη. Απ' ολίγον επαίδευε τον Λέανδρον, κάμνοντάς τον να λάβη μίσος διά εκείνους τους ανοήτους νέους, οίτινες δεν ηξεύρουν άλλο, παρά να στολίζωνται και να κάμνουν τρέλες, τρέχοντες εδώ και εκεί. Διά να τον ενδυνωμώδη λοιπόν περισσότερον και με ένα ζωντανώτερον παράδειγμα, εφρόντιζε οπού και οι ίδιες κόρες του να αναπληρούν όλα τα καθήκοντα έργα των γυναικών, έξω από τα πλέον ποταπά. τες έλεγε προς τούτοις ότι είναι τιμημένον πράγμα να εργάζωνται, καθώς έναν καιρό έκαμναν και οι θυγατέρες των βασιλέων. Με όλον τούτο, είχε και αρκετούς δούλους εις το σπίτι του, μίαν μαγέρισσαν, μίαν εύμορφην παρακόρην και έναν σεϊσην, όστις είχε την φροντίδα του αλόγου, με το οποίον επήγαινε τα φορτώματα της πραγματείας εις το εργαστήρι επιθέτοντάς τα επάνω εις ένα αμάξι, και εβοηθούσεν ενίοτε το τσιράκι του εργαστηρίου, όταν ήτον πολλή δουλειά. αυτό όμως όταν ετύχαινε, και ο ίδιος Δεβουσέ ξενδυμένος ετιμούσε την εργασίαν, πιάνοντας και μονάχος του, χωρίς να το εντραπή καθόλου.

Τοιουτοτρόπως λοιπόν ο τιμημένος άνθρωπος επαίδευεν ένα νέον οπού ήτον άξιος διά να τον αφήση κανέναν καιρόν εις τον τόπον του. Ο Λέανδρος έβανεν εις πράξιν αυτές τις πατρικές φροντίδες, μιμούμενος το καλόν παράδειγμα μιας ωραιοτάτης νέας, η οποία ήτον θυγατέρα του αυθέντου του. Οι καλούτσικες, όταν θέλουν να δείξουν την αρετήν αξιαγάπητην εις τα μάτια των ανθρώπων, το επιτυχαίνουν χίλιες φορές καλύτερα, παρά το να διαστρέψουν και να ξελαγιάσουν την γνώμην τους. Επειδή και το πρώτον ίδιον, είναι φυσικόν. το να κάμνουν όμως τα ελαττώματα επιθυμητά, είναι πράγμα βεβιασμένον και κρύον και ευθύς προξενεί αντίφασιν και κατηγορίαν εις την υπόληψίν τους.

Αφού ο Δεβουσέ έδειξε τον ορθόν δρόμον οπού εκ ψυχής αγαπούσε να ακολουθή ο υπήκοος μαθητής του, έπασχε να καταλάβη κρυφίως τον καθαυτό χαρακτήρα, τα ήθη, τες φυσικές όρεξες, τα προτερήματα και τα ελαττώματά του (αν είχε), δοκιμάζοντάς τον με διάφορους τρόπους.

 

Δοκιμή της εμπιστοσύνης του Λεάνδρου.

 

Ο πρώτος λοιπόν εστάθη να το να ιδή αν είναι εμπιστευμένος. Ο Δεβουσέ δεν είχεν εις τόση υπόληψιν αυτήν την δοκιμήν, με το να την ενόμιζε σχεδόν περιττήν. Με όλον τούτο, επειδή και η εμπιστοσύνη είναι αναγκαία εις έναν πραγματευτήν και συμβαίνει πολλές φορές να την πληγώνουν κατά διαφόρους τρόπους άνθρωποι οπού τους νομίζει κανείς τιμημένους, άρχισεν από αυτό το προτέρημα. Μίαν ημέραν άφησε κάμποσα φλουριά διασκορπισμένα εις το γαμπινέτο του, όπου ο Λέανδρος είχε συνήθειαν να εμβαίνη. Αυτό δεν ήτο κίνημα τόσον ευγενικόν, και επομένως νίκη πολλά εύκολη, ημπορεί να με ειπή κανείς. Μα η θέσις του πουγγίου, οπού έδειχνε πως άνοιξε μόνοτου, βαλμένον κοντά εις ένα παράθυρον, υποκάτω του οποίου ευρίσκετο ένα πηγάδι, μερικά φλουριά χυμένα, σχεδόν έως εις το περιστόμιόν του, και άλλα χωμένα αναμεταξύ εις τις πέτρες της αυλής, έδιδαν λαβήν να οικειοποιηθή τινάς μερικά.

Ο Λέανδρος εμβήκεν εις το γαμπινέτο, είδε το χρυσίον και πρώτον του κίνημα εστάθη το να το συνάξη. Έβαλεν εις το πουγγί την εκεί σκορπισμένην μονέδα, εσκάλισε τριγύρου με προσοχή, ηύρε φλουριά μεταξύ των χαραγμάτων του εδάφους, εκατέβη εις την αυλήν, ερεύνησεν ομοίως και εστάθη ολίγον περιεργαζόμενος το πηγάδι. Αφού εμάζωξεν όλα (έτυχε μόνος του τότε εις το σπίτι, ή εφαίνετο ήτον σφαλισμένον και ο Δεβουσέ με την φαμελίαν του εις το σεριάνι) και αφού επεριήλθεν όλα τα μέρη όπου ημπορούσε να πέση κανένα φλουρί, έδεσε το πουγγί καιτο έβαλεν εις τον τόπον του, χωρίς να τα μετρήση. Έπειτα ετελείωσεν την υπόθεσιν, περί της οποίας είχεν έλθε εις το γαμπινέτο, και μετά τούτο άρχισε να διαβάζη ένα βιβλίον οπού τον είχε δώσει η αυθέντης του. Εις αυτό το αναμεταξύ ήλθε και ο Δεβουσέ. Ο νέος βλέποντάς τον άρχισε να τον λέγη:

ΛΕΑΝΔΡΟΣ: Αυθέντη μου, ένα πουγγί σας ελύθηκεν, εσκορπίσθηκαν τα φλουριά έως εις την αυλήν, φοβούμαι να μην έπεσαν και μερικά εις το πηγάδι.

ΔΕΒΟΥΣΕ: Ας ιδούμεν, παιδί μου, ας τα μετρήσωμεν... Τα εμέτρησες;

ΛΕΑΝΔΡΟΣ: Όχι, αυθέντη μου.

ΔΕΒΟΥΣΕ: Ας ιδούμε λοιπόν.

Ο πραγματευτής τα εμέτρησε, και έλειψαν τρία από τα πεντακόσια.

ΔΕΒΟΥΣΕ: Λείπουν τρία, Λέανδρε. ας ιδούμε να μην έπεσαν εδώ πουθενά. Εσκάλισες παντού;

ΛΕΑΝΔΡΟΣ: Παντού, αυθέντη μου.

Ερεύνησαν εκ δευτέρου, χωρίς να εύρουν τίποτες. Ο Δεβουσέ, οπού δεν ήθελε να δοκιμάση τον μαθητήν του μόνον διά την εμπιστοσύνην του εις τα άσπρα, αλλά και την διάθεσιν της ψυχής του, τον επαρατηρούσεν, εν όσω ερευνούσαν. καθόλου δεν εσυγχύσθη το πρόσωπον του νέου, μήτε άλλαξεν η όψις του. Αφού εγύρισαν επάνω και κάτω, είπεν ο Λέανδρος:

ΛΕΑΝΔΡΟΣ: Αυθέντη μου, εγώ μόνον το πηγάδι φοβούμαι, εκεί να μην τύχη και... Ήτον δύο φλουριά επάνω εις το περιστόμιόν του.

ΔΕΒΟΥΣΕ: Αν είναι έτσι, ας ιδούμεν λοιπόν ακόμη...

Εφάνη πως έστεκε ολίγον, θέλοντας να περιεργασθή τα κινήματα του Λεάνδρου. ευρίσκοντας όμως μίαν γαλήνην εις το πρόσωπόν του, η οποία έδειχνε ότι ήτον πάντη ανεύθυνος, και απεδίωχνεν ως και την παραμικράν ιδέαν κάθε δολιότητος, εφοβήθη να εκτανθή περισσότερον απ' ό,τι είχε κάμει, διά να μην εγγίξη πολλά βαθιά εκείνην την πολύτιμην ακακίαν. Ήξευρε πού είναι τα τρία φλουριά, τα ξαναηύρε μόνος του παρόντος και του Λεάνδρου, του οποίου την χαράν επαρατηρούσεν εκείνην την στιγμήν, πλην δεν ήτον τόσον μεγάλη, παρά όσον αξίζει η εύρεσις τριών χαμένων φλουριών, και ότι ελευθερώθησαν από τον κόπον και τα έξοδα οπού ήθελε προξενήσει η έρευνα εις το πηγάδι.

Υπερευχαριστημένος εις αυτήν την πρώτην δοκιμήν της εμπιστοσύνης ο Δεβουσέ, έκαμεν ύστερον και άλλες πλέον λεπτότερες, καθώς, λόγου χάριν, εις το μέτρημα της πήχης, εις την τιμήν της στόφας και εις άλλα παρόμοια. Ηθέλησε προς τούτοις να ιδή αν η εμπιστοσύνη του μαθητού του ήτον θεμελιωμένη επάνω εις τας αρχάς της φυσικής δικαιοσύνης και του αμοιβαίου χρέους των πολιτών, όπου πρέπει να έχουν ο ένας προς τον άλλον. Επειδή και, καθώς είναι γνωστόν, ευρίσκονται μερικά τσιράκια των εργαστηρίων, καλοί άνθρωποι, και ίσως δεν αγαπούν αφ' εαυτού τους να απατούν τους αγοραστάς διά κέρδος ίδιόν τους, πλην στοχάζονται πως έχουν την κάθε ελευθερίαν να τους γελάσουν αφορώντες εις το όφελος του αυθέντου τους. έπειτα μεγαλαυχούν και υπερηφανεύονται πως τάχα κάτι έκαμαν. εκείνοι πάλιν δεν το λέγουν πως τους αρέσει, επειδή και τους τύπτει η συνείδησίς τους, επιδιπλώνοντες όμως την αγάπην τους εις τον μαθητών οπού κινείται με αυτόν τον τρόπον, τον επαινούν εις κάθε μέρος και εκθειάζουν το όνομά του, πως δεν είναι δεύτερός του. Πλην, όποιος αγαπά άλλον διά ξένον όφελος, θέλει το κάμει ευκολώτερα διά λόγου του. Ο Δεβουσέ εχάρη ευρίσκοντας εις τον Λέανδρον μίαν αληθινήν δικαιοσύνην και φυσικήν ευθύτητα. Όταν πάλιν έβλεπε πως ο αυθέντης του έπρεπε να χάση εις καμίαν στόφα, η οποία δεν επουλείτο, ο φιλόπονος νέος εύρισκε τον τρόπον να αποφύγη αυτήν την ζημίαν: επρόλαβεν εις τον Δεβουσέ να αποκόψη τον εγλεντζέ οπού ελάμβανον κάθε ολίγον σφαλώντας το εργαστήρι (ήγουν τες μικρές εορτές), να μετριάση τα έξοδα του σπιτιού διά μερικόν καιρόν και να σηκώση εκείνα τα περιττά οπού είχε συνήθεια να διασκορπίζη. Ο πραγματευτής υπήκουεν απαρασάλευτα την συμβουλήν του νέου, το πράγμα επουλείτο με ολίγον ξεπεσμόν, πλην δεν εζημιώνετο κανένας.

Έμεινε μία άλλη δοκιμή να γένη, πλέον δελικάτη, από την οποίαν δύσκολα ημπορεί να φυλαχθή καθένας. Ο Λέανδρος ήτον νέος, ευτραφής, ισχυρός, εις το άνθος της ηλικίας του, και οι αίσθησές του εφαίνοντο πως να έχουν όλην την αναγκαίαν ενέργειαν. Η παρακόρη του σπιτιού πάλιν, καλούτσικη, παστρική, σχεδόν ζαρίφισσα, παχουλή, κοπέλα ως εικοσδύο χρονών, τα μάτια και φρύδια της μαύρα, το πρόσωπον ροδοκόκκινον, τα κρέατά της λευκότατα, εν ενί λόγω μία ορεκτική βούκα, και το περισσότερον διά ένα νέον εξωμερίτην, όπου δεν συνηθίζουν τες πολλά λιγνές. Ο Δεβουσέ επρόσμενεν, εν όσω να στερεωθή η φιλία αναμεταξύ εις τους δύο νέους, και όταν εστοχάσθη πως απόκτησαν κάποιαν κλίσιν ο ένας προς τον άλλον (το οποίον είναι δυνατόν εύκολα να γένη εις ανθρώπους οπού ζουν ομοτράπεζοι εις ένα σπίτι), τους αφήκε μονάχους (εις το φαινόμενον) μίαν εορτήν. Η Βριζίδ (το όνομα της εύμορφης παρακόρης) ήτον χαρούμενη, πολυλογού κομμάτι, και επονούσε τον Λέανδρον, όστις πάλιν εκ μέρους του είχε κάποιον σέβας εις του λόγου της, καθώς πρέπει να έχη κάθε τιμημένος διά τες δάμες.

 

Συνομιλία ερωτική του Λεάνδρου και της Βριζίδ.

 

Περιέργεια φερομένη ήλθε κοντά του (κατά την συνήθειαν οπού έχουν οι καλούτσικες να ιντερεσάρωνται πάντοτε εις τα έργα των νέων) και άρχισε να τον λέγη:

ΒΡΙΖΙΔ: Ολη μέρα διαβάζετε, όλη μέρα καταγίνεσθε, Λέανδρε. καθόλου ανακωχήν από τους κόπους δεν δίδετε εις τον εαυτόν σας; Δεν αναπνέετε και ολίγον;

ΛΕΑΝΔΡΟΣ: Τι να κάμω, Βριζίδ, πρέπει να δουλεύω, όταν το καλή η χρεία, και να διαβάζω πάλιν διά νω φωτισθή ο νους μου. επειδή και έχει ανάγκην να λεπτυνθή, με το να είναι κομμάτι...

ΒΡΙΖΙΔ: Εις την ηλικίαν οπού είστε, ολίγη συνομιλία άραγε με τους ζωντανούς δεν αξίζει ίσια με ένα πεθαμένον βιβλίον, το οποίον δεν ημπορεί να σας αποκριθή, μήτε να γελάση ή να χωρατεύση μαζί σας;

ΛΕΑΝΔΡΟΣ: Βέβαια, όσον καλόν και αν είναι το βιβλίον, δεν ημπορεί να συγκριθή με μίαν νόστιμην συνομιλίαν..., καθώς είναι, λόγου χάριν, η εδική σας. Αξίζει όμως περισσότερον από τα αδιάκριτα λόγια οπού συντυχαίνουν μερικοί...

ΒΡΙΖΙΔ: Σας ευχαριστώ. ας ειπούμεν λοιπόν τίποτες.

ΛΕΑΝΔΡΟΣ: Ορισμός σας, διατί όχι;

ΒΡΙΖΙΔ: Ο αυθέντης μας πολλά σας αγαπά, Λέανδρε.

ΛΕΑΝΔΡΟΣ: Και εγώ δεν είμαι ανευχάριστος, τον τιμώ σαν πατέρα μου.

ΒΡΙΖΙΔ: Η κερά μας, όταν αναφέρη το όνομά σας, δείχνει κάποιαν υπόληψιν.

ΛΕΑΝΔΡΟΣ: Και εγώ με ευλάβειαν την στοχάζομαι, ωσάν αξία μητέρα μιας τιμημένης φαμελίας.

ΒΡΙΖΙΔ: Οι κοκόνες θυγατέρες της, τη αληθεία, λαμβάνουν μιας λογής συστολήν, όταν σας βλέπουν, και σχεδόν...

ΛΕΑΝΔΡΟΣ: Δεν ημπορώ να σας περιγράψω και εκ μέρους μου πόσον τες σέβομαι.

ΒΡΙΖΙΔ: Ημείς όλοι σας αγαπούμεν. εγώ, παραδείγματος χάριν, σας προτιμώ από όλους τους νέους οπού έως τώρα είχαμεν εις το σπίτι.

ΛΕΑΝΔΡΟΣ: Φέρεσθε με πολλήν αγαθότητα ως προς εμέ και είστε ολίγον άδικη εις τους προκατόχους μου.

ΒΡΙΖΙΔ: Όχι, τη αληθεία, αφήσετέ τους. τι αχρείοι, τι περιγελασταί που ήτον...

ΛΕΑΝΔΡΟΣ: Περιγελασταί; και πώς είναι δυνατόν; ποίον θε να περιγελάσουν εις ένα παρόμοιον τιμημένο σπίτι, ωσάν το εδικό μας;

ΒΡΙΖΙΔ: Ποίον; εκείνους οπού δεν είναι τόσον πλούσιοι, σαν και του λόγου τους, και με όλον τούτο πάλιν δεν εκαταδέχοντο να ακούσουν τα μούτσουνά τους εις πράγματα γγιχτικά διά...

ΛΕΑΝΔΡΟΣ: Όσον το κατ' εμέ, σας βεβαιώνω πως δεν αγαπώ ποτέ μου να περιπαίξω κανένα.

ΒΡΙΖΙΔ: Καλέ του λόγου σας! του λόγου σας αξίζετε έναν κόσμον, χωρίς να έχετε ένα άσπρον, παρά εκείνοι με είκοσι πουγγία.

ΛΕΑΝΔΡΟΣ: Η πρόληψις οπού έχετε διά λόγου μου, Βριζίδ, είναι πολλά υποχρεωστική, και ήθελα να είμαι τόσον άξιος. πλην ο πατέρας μου, ως τιμημένος και φρόνιμος γέροντας, συχνά με εσυμβούλευε λέγοντας: "Παιδί μου, με τους κατωτέρους σου, αν έχης, να στοχάζεσαι πως είναι παρόμοιοί σου. με τους μεγαλυτέρους σου πάλιν, πώς είναι καλύτεροί σου. και πάντοτε να φέρεσαι με αγάπην εις όλους, διατί όλοι οι άνθρωποι είναι ισότιμοι. Πρέπει όμως να σώζεται μία προτίμησις εις την συνέλευσίν τους, καθώς, λόγου χάριν, του δούλου διά τον αυθέντην του, του μαθητού διά τον διδάσκαλόν, του υιού διά τον πατέρα, του υπηκόου διά τον βασιλέα του, και όλων των νέων διά τους γέροντας. και πάλιν, οι μεγάλοι διά τους μικροτέρους των πρέπει να έχουν κάποιαν συμπάθειαν και αγάπην, και όχι να τους νομίζουν θνητόψυχα ζώα". Αυτά είναι, Βριζίδ, οπού βαστώ ωσάν έναν κανόνα της ζωής μου. σέβομαι τους μεγαλυτέρους μου, αγαπώ τους ομοίους μου και δεν στοχάζομαι να έχω κανέναν κατώτερόν μου.

ΒΡΙΖΙΔ: Αχ, τι εύμορφος συλλογισμός! Κατά το λέγειν του πατρός σας, αγαπιέται απ' όλον τον κόσμον. Στοχάζομαι πως θε να γένετε καλός νοικοκύρης, και καλότυχη εκείνη οπού θε να σας πάρη.

ΛΕΑΝΔΡΟΣ: Αν δεν μείνη ευχαριστημένη, σας βεβαιώνω ότι και εγώ θε να συμπάσχω μαζί της. πλην θέλω βάλει τα δυνατά μου, διά να μην την αφήσω να παραπονεθή.

ΒΡΙΖΙΔ: Οχ, τι χρυσός νέος!... Αποκτήστε έως τώρα καμίαν αμορέζαν, Λέανδρε;

ΛΕΑΝΔΡΟΣ: Τι λέτε, διά όνομα Θεού! Πώς είναι τρόπος εις την ηλικίαν οπού ευρίσκομαι, χωρίς καμίαν κατάστασιν, αμαθής εις τα του κόσμου, αρχάριος εις την πραγματείαν, να λάβω τόσην ευτολμίαν να προβάλω εις μίαν νέαν να ενώση την τύχην της με την εδικήν μου; Εγώ θέλει φροντίσει περί υπανδρείας, όταν γένω άξιος να προξενήσω την ευτυχίαν της συζύγου μου και να δώσω καλήν ανατροφήν εις τα μικρά μου.

ΒΡΙΖΙΔ: Οχ, μα ημπορεί κανείς να έχη (εν όσω να έλθη εκείνη η ώρα) κάποιαν κλίσιν εις κανένα υποκείμενον. άνθρωποι είμεσθεν, δεν είμεθα εξουσιασταί της καρδιάς μας. Ενδέχεται εκείνη, λόγου χάριν, να νοστιμεύεται μιας νέας κοπέλας την συνομιλίαν, το είδος, το κάλλος, το... Να τι ονομάζω να έχει κανείς αμόρι.

ΛΕΑΝΔΡΟΣ: Όχι, Βριζίδ, δεν έχω καθόλου. αυτό όμως δεν προέρχεται, διατί δεν είδα τάχα και εγώ τελείως καλούτσικες εις τον καιρόν μου, οπού να με υπεράρεσαν. Πλην, στοχαζόμενος πως δεν ημπορώ να τες αποκτήσω και γλιστρώντας αυτή η απελπισία εις την καρδιά μου, εμποδίζω τον εμαυτόν μου από του να τες ενθυμήται και να συλλογίζεται τα κάλλη τους. Και προς τούτοις αγαπούσα, αν είναι δυνατόν, να προσφέρω εις την σύζυγόν μου μίαν παστρικήν καρδίαν.

ΒΡΙΖΙΔ: Τη αληθεία, με κάμνετε να απορήσω, Λέανδρε. Πολλά ολίγοι νέοι ευρίσκονται οπού να στοχάζωνται καθώς του λόγου σας... Εγώ όμως είμαι ολίγον περίεργη... Έχετε τίποτες υψηλές φαντασίες περί υπανδρείας; ήγουν ελπίζετε να πάρετε καμίαν πολλά πλουσίαν, πολλά...

ΛΕΑΝΔΡΟΣ: Όχι, πώς ημπορώ να υψώσω τόσον τες ιδέες μου, εις καιρόν όπου δεν είμαι πλούσιος;

ΒΡΙΖΙΔ: Αγαπούσα να με κάμετε μίαν χάριν ακόμη: να με ειπήτε αν σας αρέση καμία κατά το παρόν. ή είστε πάντη αδιάφορος;

ΛΕΑΝΔΡΟΣ: Πιστεύσετέ με, δεν έλαβα μέχρι τούδε κατά νουν αυτήν την φροντίδα, επειδή και έχω καιρόν να...

ΒΡΙΖΙΔ: Λόγου χάριν (σας το λέγω καθ' υπόθεσιν, ήγουν χωρίς κανένα νόημα) πώς σας φαίνομαι, είμαι εύμορφη;

ΛΕΑΝΔΡΟΣ: Ναι, τη αληθεία, πολλά εύμορφη και χαριτωμένη, Βριζίδ.

ΒΡΙΖΙΔ: Με τα σωστά σας το λέτε;

ΛΕΑΝΔΡΟΣ: Στο Θεό μου, δεν σας γελώ.

ΒΡΙΖΙΔ: Ανίσως (και αυτό υπόθεσετέ το), ανίσως και σας αγαπούσα, ηθέλετε με αγαπήσει και του λόγου σας ομοίως;

ΛΕΑΝΔΡΟΣ: Ημπορώ να σας βεβαιώσω πως, αν ετύχαινε να με αγαπήση ένα τοιούτον υποκείμενον, οπού να έχη το μέριτον και την ωραιότητά σας, ήθελα νομίζει τον εμαυτόν μου ευτυχέστατον. επειδή και πιστεύω πως τα προτερήματά σας ημπορούν να προξενήσουν την ευτυχίαν ενός ανδρός.

ΒΡΙΖΙΔ: Αχ, ψυχή μου Λέανδρε, πόσον τσιριμονιόζος είστε!

ΛΕΑΝΔΡΟΣ: Εγώ είμαι ειλικρινής και συντυχαίνω την αλήθειαν.

ΒΡΙΖΙΔ: Με αγαπάτε λοιπόν με τα σωστά σας, ή έτσι με κολακεύετε;

ΛΕΑΝΔΡΟΣ: Με φαίνεται πως δεν ημπορεί κανείς να μην σας δώση την καρδιά του, αφού δώσετε την εδικήν σας. Όποιος σας πάρη, αληθινά θα να απολαύση μίαν χαριτωμένη συμβίαν.

ΒΡΙΖΙΔ: Αχ... διατί να μην είμαι κομμάτι πλουσιώτερη;

ΛΕΑΝΔΡΟΣ: Διατί πλουσιώτερη; Η φιλοπονία και η οικονομία είναι τα πρώτα και στερεά πλούτη οπού ημπορεί να έχη ένα ανδρόγυνον.

ΒΡΙΖΙΔ: Έτσι είναι, Λέανδρε. πλην πρέπει κανείς να έχη και ολίγον σερμαγέ (καπιτάλε) διά να κάμη πραγματείαν και, ανίσως η νύμφη δεν φέρη ολίγην προίκα εις τον άνδρα της, με δυσκολίαν ημπορεί να συγυρισθεί ένα σπίτι.

ΛΕΑΝΔΡΟΣ: Έχετε δίκαιον. Εγώ όμως στοχάζομαι πως είναι καλύτερον να μην ζητήση κανείς πλουσίαν γυναίκα, επειδή και ένας άνδρας οπού παίρνει μίαν ισότιμήν του έχει περισσοτέραν εξουσίαν επάνω της, τον ευλαβείται περισσότερον, και τότε λέγεται καθαυτό άνδρας.

ΒΡΙΖΙΔ: Τη αληθεία, τα όσα λέγετε προξενούν άκραν ηδονήν και έκστασιν εις την καρδιά μου. Δεν είναι κανένας νέος εις τον κόσμον οπού να έχη τοιαύτα ευγενικά φρονήματα. Με όλον τούτο, σας λέγω πως και εγώ δεν είμαι υστερημένη με την ολότη από προίκα. είμαι κόρη ενός τιμημένου πραγματευτού από την Γετινέ χώραν. Το ετήσιον εισόδημά μου φθάνει έως δύο χιλιάδες γρόσια.

ΛΕΑΝΔΡΟΣ: Καθώς βλέπω, έχετε αρκετά πλούτη, Βριζίδ.

ΒΡΙΖΙΔ: Εγώ έγινα παρακόρη εδώ, μόνον διατί προκρίνω την ζωήν του Παρισίου από εκείνην οπού εζούσα έξω. Ημπορει να είναι κανείς πλούσιος, μα όχι ευτυχής. Οι γονείς μου ήθελαν να με δώσουν έναν υπέρπλουτον υιόν πραγματευτού, όμως χωριάτην, θηριόγνωμον, οπού μόνον διά τα σκυλιά, διά το κυνήγι και διά τα άλογα ετρελαίνονταν, τα οποία έχουν ίσως περισσότερον νουν από λόγου του. Δεν τον ηθέλησα, ο πατέρας μου εθύμωσεν, εφέρθη πολλά σκληρά εναντίον μου, επειδή και ήτον προς όφελός μου να συγγενευθή με εκείνην την φαμελίαν. η μητέρα μου όμως, οπού ήτον εις τα νερά μου, με έστειλεν εις το Παρίσι, διά να αποφύγω τον θυμόν του... Τώρα έπαυσεν η αγανάκτησίς του και χαίρομαι. διατί με εκακοφαίνετο εις άκρον να βλέπω έναν πατέρα οπού μας υπεραγαπά, εμένα και τους αδελφούς μου, να είναι ψυχραμένος επάνω μου.

ΛΕΑΝΔΡΟΣ: Τη αληθεία, η καλή υπόληψις οπού έλαβα διά λόγου σας περισσότερον θεμελιώνεται, βλέποντας πως εδιορθωθήκετε με τον πατέρα σας. διατί είναι άτοπον να χολοσκάνη κανείς εκείνους, από τους οποίους έλαβε την ζωήν.

ΒΡΙΖΙΔ: Υπερευχαριστώ διά την καλήν ερμηνείαν οπού με δίδετε, Λέανδρε... Τι στοχάζεσθε;... Ημπορούσαμεν άραγε να ζήσωμεν ευτυχισμένοι οι δύο μας;

ΛΕΑΝΔΡΟΣ: Αυτή η ερώτησις, αδελφή, υποθέτει πολλά πράγματα. Και εγώ ομοίως έχω πατέρα και μητέρα. ενδέχεται να ακολουθήση και εις εμέ το όμοιον, να αποφύγω καμίαν αχαμνήν συζυγίαν, οπού ήθελε με κάνη δυστυχή. Πλην μόνος μου πάλιν δεν ήθελεν αποφασίσω ποτέ βέβαια διά το συνοικέσιόν μου (σχεδόν και διά ένα υποκείμενον οπού να εύρω τόσον άξιον αγάπης, όσον είστε του λόγου σας) χωρίς την άδειά τους. Ίσως εκείνοι έχουν άλλους σκοπούς, εναντίον των οποίων ημπορώ να φερθώ χωρίς να ηξεύρω... Συμπαθήσετέ με διατί συντυχαίνω ολίγον ελεύθερα...

ΒΡΙΖΙΔ: Σας βεβαιώνω ότι σπανίως ημπορεί να ευρεθή νέος με τόσην χρηστότητα ηθών και με τόσα προτερήματα, οπού χαρακτηρίζουν έναν αγαθής ψυχής άνθρωπον. Τη αληθεία, ευρίσκω εις την φυσιογνωμίαν σας ένα τι οπού λείπει την ευτυχίαν μου εξ αιτίας της δειλίας οπού με εβαστούσεν έως τώρα... και...

ΛΕΑΝΔΡΟΣ: Ως φαίνεται, εγώ εγεννήθηκα εις τον κόσμον διά λόγου σας, Βριζίδ. Λοιπόν θέλω σας αγαπήσει εκ ψυχής, να είστε βέβαιη. Αν θέλετε όμως να με ακούσετε, δεν πρέπει να συναναστρεφώμεθα και να συντυχαίνωμεν κρυφά από τους ανθρώπους του σπιτιού, διατί εμβαίνουν εις υποψίαν. Ας προσμείνωμεν εν όσω να έλθη ο καιρός δεξιά, οπού να ημπορέσωμεν να το ειπούμεν εις τους γονείς μας. Όσον διά λόγου μου, βλέπετε πως τώρα άρχισα να μανθάνω την πραγματείαν. Ένα μικρόν πουλί πρέπει να προσμείνη να μεγαλώσουν τα πτερά του και τότε ν' αρχίση να πετά. όθεν ας βασταχθώμεν εις την κατάστασιν οπού ευρισκόμεθα. εγώ με την ευλάβειαν και τον ζήλον μου να σας δείχνω την έφεσιν οπού έχω να σας δουλεύσω. του λόγου σας πάλιν να είστε προσηλωμένη εις τα χρέη σας και υποτεταγμένη εις τους συγγενείς σας. Με λέτε πως απεφύγετε το μέρος οπού είπαν να σας δώσουν διά άνδρα. ημπορούν και εκείνοι να παραβλέψουν ομοίως το μέρος οπού τους προβάλλετε... Εμένα η γνώμη μου με λέγει να προσμείνωμεν...

ΒΡΙΖΙΔ: Αχ, άσπλαγχνε Λέανδρε, αχ... από τα κρύα λόγια σας αρκετά νιώθω πως δεν με αγαπάτε... Η ησυχία της καρδιάς σας... ο αδιάφορος τρόπος οπού με συμβουλεύετε... με δείχνει φανερά την γνώμην σας... Εγώ... σας... αγαπώ... σας πονώ... δεν ημπορώ πλέον να το βαστάξω μυστικόν... Εκείνο οπού ήθελα να κρατώ διά πάντα φυλαγμένον εις τα σπλάγχνα μου η κακορίζικη, εβγήκε πλέον από τα χείλη μου και...

Ο Λέανδρος, κατακόκκινος, αισθανόμενος μίαν σφοδροτάτην ορμήν του αίματός του και όλος φλόγα από μίαν τοιαύτην ερωτικήν συνομιλίαν, οπού ποτέ του ο δυστυχής δεν αξιώθη, έσκυψε διά να παρηγορήση την Βριζίδ και να σφουγγίση τα δάκρυά της. Εκείνη ενόμισε πως ήθελε να την φιλήση και άπλωσε τα χέρια της προς του λόγου του. Εσταμάτησεν ολίγον ο νέος. Αυτή βλέποντας πως δεν ήτον τοιούτος ο σκοπός του, έπεσεν εις τες αγκάλεςτου.

ΒΡΙΖΙΔ: Αχ, αγαπήσετέ μου, και... προσμένω, δεν εβγαίνω από τον λόγο σας...

Ο Λέανδρος ανατρίχιασεν, όχι διά τον κίνδυνον οπού ήθελε να ακολουθήση, διατί αυτός δεν τον εγνώριζεν ακόμη, δεν είχε καθόλου ιδέαν, αλλά διά το απαίσιον του πράγματος. Να κάμη κρυφά αμορέζαν εις ένα τιμημένο σπίτι, εις ανθρώπους σεβασμίους, έμπροσθεν εις τους οποίους ήθελε να είναι διά πάντα το πρόσωπόν του παστρικόν, τον εφαίνετο άτοπον. Όθεν έβαλεν ελαφρά ελαφρά πάλιν την Βριζίδ εις το σκαμνί της να καθίση.

ΛΕΑΝΔΡΟΣ: Αξιαγάπητόν μου πλάσμα, πιστεύσετέ με ότι γνωρίζω το πόσον αξίζει η προς εμέ ειλικρίνειά σας. Να επιχειρισθώμεν όμως εδώ έρωτα, με φαίνεται πως δεν αρμόζει, κερά μου.

ΒΡΙΖΙΔ: Καλά..., μα δότε με καμίαν βεβαίωσιν πως... Αχ, εγώ είμαι έτοιμη να σας δώσω όσες και όποιες θέλετε... Δεν με αποκρίνεσθε;... Αχ, άπονε Λέανδρε, ακόμη δεν αισθάνεσθε τίποτες;... Το βλέπω εις τα ήσυχα βλέμματά σας... πλην δεν ημπορώ να εμποδισθώ πλέον από του να σας τα ειπώ όλα... Αδύνατον είναι να μην αποκτήσω την καρδιά σας. απελπίζομαι, χάνομαι, δεν ημπορώ να ζήσω χωρίς αυτό το ζωντανόν σημείον της προς εμέ αγάπης σας... Ο καιρός οπού έχομεν σήμερον δεν θέλει ξαναέλθει ίσως, αυτή η μοναξιά δεν ξαναγυρίζει πλέον, ας δώσωμεν παρόλαν, ας... Αχ... εγώ βιάζομαι, θέλω να ηξεύρω σίγουρα... Ψυχή μου Λέανδρε, βάλετε το χεράκι σας εις την καρδιά μου, να ιδήτε πώς χτυπά η κακορίζικη και σας παραπονείται πως δεν την αγαπάτε, και...

ΛΕΑΝΔΡΟΣ: Ποιος ημπορεί να σας ιδή μόνον και να μην σας αγαπήση, αδελφή; Όμως...

ΒΡΙΖΙΔ: Όμως τι; Αν με αγαπάτε, καθώς με λέτε, απολαύσετε τον καρπόν της αγάπης σας. Αν με μισήτε πάλιν... αχ...

ΛΕΑΝΔΡΟΣ: Το κάλλος σας είναι σπάνιον, οι χάρες σας απερίγραπτες και αδύνατον να σας μισήση κανείς. Βεβαιωθήτε από τα δάκρυά μου εις ποίον φρικτόν αγώνα ευρίσκεται η ψυχή μου, εις ποίαν κατάνυξιν έφθασα. Δεν ημπορώ πλέον να υποφέρω, και πρέπει να μισεύσε... Αισθάνομαι περισσότερον απ' ό,τι στοχάζεσθε. Σας αφήνω... Φοβούμαι να μην σας προξενήσω καμίαν ατιμίαν, καθήμενος εδώ. ποίος ηξεύρει έως πού ημπορεί να με καταφέρη η φλόγα μου... Εγώ είμαι νέος, του λόγου σας εύμορφη... αν δεν είναι κανένα εμπόδιον εις τες επιθυμίες σας, ημπορούν να ακολουθήσουν πράγματα... Εγώ όμως έχω χρέος να μην ατιμάσω τους γονείς μου, τον αυθέντην μας και εσάς την ιδίαν, Βριζίδ. Δεν παραβαίνω, δεν εβγαίνω από το καθήκον οπού πρέπει να βαστάξω... Σας αφήνω υγείαν, αδελφή. Πηγαίνω. Αν μείνω περισσότερον, ημπορεί να μας συνέβη κανένας κίνδυνος.

Ο Λέανδρος άφησε παρευθύς την νέαν μονάχην και ετραβήχτη εις τον ονδά του. Δεν το πιστεύω ο Δεβουσέ να την είχε βάλει επιταυτού, διά να δοκιμάση τον μαθητήν του. εκείνη ήτον αφ' εαυτού της τόσον βιαστική. Αγαπώντας με όλες τες αίσθησές της τον νέον, έλαβε καιρόν εις εκείνην την ανέλπιστην μοναξιάν (οπού σπανίως ημπορούσε να την ξαναεύρη) διά να τον ανοίξη την καρδιά της και να τον συντύχη διά τα πλούτη της. Περί δε των άλλων, όσων είπε και όσα άφησε να εννοηθούν, δεν πρέπει να απορήση κανείς. επειδή μία νέα ευτραφής, γεννημένη εις την εξοχήν, η οποία έρχεται ύστερον και απολαμβάνει την γλυκείαν ζωήν της πολιτείας, με καλά φαγοπότια, αυξάνουν όλοι οι χυμοί της. τότε πλέον τα πάθη νικούν την φρονιμάδα. δι' αυτήν την αιτίαν το κάθισμα εις τες πολιτείες είναι επικίνδυνον διά τες χωριατοπούλες. Τοιαύτη ήτον η κατάστασις της Βριζίδ. Από το άλλο μέρος, φυσικά σερπετή και φιλήδονη, τα γέλια της, οι φλόγες των ωραίων ματιών της, ημπορούσαν να ελκύσουν τον καθένα. Εν τοσούτω, ο Λέανδρος εστάθη αρκετά ισχυρός και δεν εξέπεσεν. Άραγε το έκαμεν από αρετή; εμένα με φαίνεται πως είναι έτσι. Αφού όμως άρχισε να αισθάνεται η καρδιά του κάποιον πόνον και αγάπην διά την Χλωρήν, δευτέραν θυγατέρα του Δεβουσέ, τότε δεν ημπορούσε πλέον ο πτωχός να δείξει τόσην σταθερότητα. Πλην, όσον διά την Βριζίδ, μην όντας ύπουλος την είπε σωστά τον σκοπόν του. Αληθινά, κατά πρώτον την εστοχάσθη διά εύμορφην και σχεδόν ήθελε να την αγαπήσει, αν δεν τον εμπόδιζε το χρέος του. Μα η καρδιά του έμελλε να φυλαχθή διά ένα άλλο κάλλος αμίμητον, και ημπορεί κανείς να βεβαιωθή εις όσα λέγω από τα επόμενα της διηγήσεως.

Ο Δεβουσέ με προσοχήν επαρατηρούσε κρυφά να ιδή το αποβησόμενον. Έμεινεν εκστατικός εις τα τιμημένα φρονήματα και την ευγένειαν οπού έδειξεν ο Λέανδρος εις τες απόκρισές του. Επειδή και αυτός ο φρόνιμος πατήρ ένιωσε καλύτερα την καρδιά του νέου απ' εκείνον τον ίδιον. Με καιρόν, εκατάλαβε και την κλίσιν οπού εσυνέλαβε διά την Χλωρήν. Ωστόσον, αμφιβάλλοντας ακόμη, επροσείχε πάντοτε εις τα παραμικρότερα βλέμματά του και τα σχήματα οπού έκαμνε παρατηρώντας την κάθε μίαν από τες κόρες του ξεχωριστά. Αμέσως μετά την δοκιμήν οπού έκαμεν εις τον Λέανδρον, άρχισε να δοκιμάζη και εκείνες. Τρεις θεγατέρες είχεν ο Δεβουσέ. Καλλίστη, η μεγαλύτερη, ήτον δεκαοχτώ χρονών. Πηνελόπη, η ολομικρότερη, δεκαέξ. Μόνον ένας χρόνος ήτον η διαφορά της ηλικίας μεταξύ των δύο αδελφών και της Χλωρής. Η πρώτη τον εφάνη πως ενοστιμεύετο έναν νέον, υιόν των ομοτέχνων του, οπού είχε μείνει εις το σπίτι και εφέρετο αρκετά καλά, πλην αγαπούσε καθ' υπερβολήν τα ρούχα. Ήτον ένα μέρος πολλά πλούσιον, και με όλον οπού δεν τον άρεζε τόσον, ο Δεβουσέ δεν ηθέλησε πάλιν να φανή ενάντιος εις την εκλογήν της θυγατρός του. Ο νέος από το άλλο μέρος, άρχισε να φέρεται εύμορφα και εδιορθώνετο απ' ολίγον ολίγον. Όσον διά την Πηνελόπην, εκείνη ευρίσκετο ακόμη εις την ευτυχισμένην ησυχίαν της παιδικής ηλικίας. Η Χλωρή όμως, διά μίαν συμπάθειαν οπού εσυνέλαβε προς τον Λέανδρον, απέφευγε τες συνομιλίες των νέων Παρισιάνων, ησύχαζεν εις τον ονδά της, εδιάβαζε συχνά, έγραφε μερικές φορές, και έσχιζεν εκείνα οπού έγραφεν. Απέφευγε και τον ίδιον Λέανδρον, καθώς και τους άλλους, και όταν εσυντύχαινε τίποτες διά λόγου του, εκοκκίνιζεν ολίγον. αν κατά τύχη ήρχετο και εκείνος, όταν αυτή εγελούσε μαζί με τες αδελφές της, παρευθύς εγίνετο κατηφής, πλην όμως να την κακοφανή.

 

Τι εσυνέβη τω Λεάνδρω.

 

Ο Δεβουσέ ακολούθησε τες παρατήρησές του δύο σωστούς χρόνους. Εις αυτό το αναμεταξύ η κακορίζικη Βριζίδ δεν ημπόρεσε να απολαύση μήτε μίαν στιγμήν κρυφής συνομιλίας με τον Λέανδρον. Η Μαδάμ Δεβουσέ, μητέρα της Χλωρής, έχοντας είδησιν παρά του ανδρός της διά τα όσα ηκολούθησαν, είχε μάτια ανοιχτά από το ένα μέρος, εις καιρόν οπού ο άνδρας της επροσείχεν από το άλλο. πλην και αυτό το εμπόδιον αν δεν ήτον, ο νέος αφ' εαυτού του πάλιν απέφευγε την οκαζιόνε του να ευρεθή μονάχος με την εύμορφην παρακόρην, επειδή άρχισε να λαμβάνη απ' ολίγον ολίγον μίαν εγκάρδιον κλίσιν διά την ωραιοτάτην Χλωρήν.

Η Βριζίδ, βλέποντας που δεν είχε τον τρόπο να συνομιλήση καθόλου κρυφίως με τον νέον, κατατυραννουμένη από ένα φλογερόν έρωτα, σχεδόν απελπισμένη διά την αδιαφορίαν του, απεφάσισε να τον γράψη τα όσα άπειρα δεινά αισθάνετο. Μίαν ημέραν λοιπόν, εκεί οπού εβαστούσεν ο Λέανδρος ένα βιβλίον και εδιάβαζε, παρούσης και της Μαδάμ Δεβουσέ, η παρακόρη επροσποιήθη πως τάχα κινουμένη από περιέργειαν εζήτησε να το ιδή, και με μίαν άκραν επιτηδειότητα έβαλε το ραβάσι της εις το σημάδι οπού ανεγίνωσκεν ο νέος, και πάλιν το ξαναέδωκεν. Εκείνος, ανοίγοντας να ακολουθήση την μελέτην του και περιεργαζόμενος με μίαν ματιάν το ραβάσι, εσφάλισεν ευθύς το βιβλίον, εβγήκεν έξω και ανέβηκεν εις τον ηλιακόν να το αναγνώση. Ιδού το τι περιείχε:

 

Ραβάσι της Βριζίδ προς τον Λέανδρον

 

Άπονε Λέανδρε,

Δεν ημπορώ πλέον να ζήσω. Έχασα την ησυχίαν μου. Τα δάκρυά μου δεν έπαυσαν από την ευτυχέστατην εκείνην ώραν της κρυφής ανταμώσεώς μας. Στιγμήν δεν ευρίσκω να σε ειπώ τα τι τραβώ. μα άραγε και να ήμουν αρκετά ευτυχής διά να σε τα ξεστομίσω κατά μόνας, με έδιδες ακρόασιν, άσπλαγχνε; ήθελες με συμπονέσει; εσφούγγιζες τα πύρινα δάκρυά μου; με επαρηγορούσες; με αξίωνες την αγάπην σου;... Αχ, η κακορίζικη, τι χρειάζονται... συμπεράσματα; δεν βλέπω το πράγμα οφθαλμοφανώς; η μεγάλη σουαδιαφορία δεν με πληροφορεί την κρυότητα της καρδιάς σου; αυτή η προσοχή του να μην με συναπαντήσης την αθλίαν μονάχην, δεν είναι ένα φανερώτατον σημείον του μίσους οπού θρέφεις διά λόγου μου; Σκληροκάρδιε Λέανδρε, τίγρης αν ήσουν, έπρεπε να λυπηθής μίαν δυστυχισμένην, οπού φλογίζεται από τον έρωτά σου. Τα σπλάγχνα σου πέτρινα είναι; δεν ενθυμάσαι καν εκείνην την υπόσχεσιν οπού με έδωσες ότι με αγαπάς; ότι θέλεις με αγαπήσει, ότι να έχω υπομονήν, και θέλεις κάμει την ευτυχίαν μου; Αχάριστε, έτσι ανταποκρίνεσαι εις την τρυφερωτάτην αγάπην μου; Αχ... δέξου με καν διά θυσίαν σου, και ύστερον απέλπισέ με. ας γένω ολοκαύτωμά σου και ας πεθάνω την ίδιαν στιγμήν. Λέαδρε, φως μου, ας μην υποφέρη η ευγενική καρδιά σου να θανατωθώ, προτού σε ανταμώσω. Ένα γγίξιμον του χεριού σου, ένας παρηγορητικός λόγος σου, μία παραμικρά συμπόνεσίς σου, είναι ικανή να με δώση την ζωήν, να με αναστήση, να με χαροποιήση, να με ευχαριστήση. Αυθέντη μου Λέανδρε, το να σε βλέπω κάθε στιγμήν και να μην ημπορώ να σε συντύχω, στοχάσου τι κόλασις, τι βασανισμός είναι διά μίαν κακορίζικην οπού νιώθει λάβραν εις το πονεμένον στήθος της. Τόσος καιρός είναι οπού η άσβεστη φλόγα της χρυσής αγάπης σου με κατακαίει, τα σπλάγχνα μου θερίζονται εις κάθε μου αναπνοήν, όταν σε ενθυμούμαι η καημένη. Λυπήσου με καν και καταδέξου μίαν και μόνην φοράν να ανταμωθούμεν, να σε ειπώ κάτι μυστικά, οπού δεν ημπορώ να τα γράψω, και ύστερον, αν δεν με αγαπάς, με βίαν αμόρι δεν γίνεται. Την Κυριακήν πουρνό πουρνό, οπού πηγαίνουν όλοι στην εκκλησίαν, καμώνομαι πως είμαι άρρωστη, κάθομαι εις το σπίτι και αφεύκτως σε προσμένω. Ψυχή μου Λέανδρε, ας είναι διά την ζωήν σου, να μη χαλάσης το χατίρι μου, και μένω ολάκερη εις τους ορισμούς σας

η γνωστή.

 

Ο Λέανδρος, αφού ανέγνωσε το γράμμα της, δεν ήξευρε τι να αποφασίση. Από το ένα μέρος η ευσπλαγχνία τον επαρακινούσε να μην αφήση απαρηγόρητη μίαν δυστυχισμένην οπού τον ελάτρευεν. από το άλλο, το χρέος οπού είχεν εις τον αυθέντην του τον εβίαζε να μην έβγη από τα όριά του. "Αν ανταμώσω την Βριζίδ (έλεγεν εις τον εαυτό του), αντί να σβήσω την ολίγην φλόγα της, ημπορώ να ανάψω πύρκαϊάν εις την καρδιάν της, να πηδήξουν τίποτες τσιμπλίδες και εις την εδικήν μου. αν δεν πηγαίνω, πεθαίνει από την λύπην της η πτωχή... Η ανθρωπότης δεν το σύγχωρεί να φανώ τόσον σκληρόκαρδος. μα η υπόληψίς μου; μα αν μαθευθή; με τι πρόσωπον να ξαναϊδώ τον Δεβουσώ, τον ευεργέτην μου, τον πατέρα μου; Ημπορώ να ξεπέσω από την εύνοιάν του. Όχι... ας μην την ιδώ... Μα πάλιν... να την αφήσω εις την απελπισίαν της, δεν είναι κρίμα;... Δεν το υποφέρω... Τουλάχιστον πρέπει να την γράψω, να την παρηγορήσω, και να την συμβουλεύσω να αφεθή από λόγου μου."

Αυτά καθ' εαυτόν συντυχαίνοντας, άρχισε να γράφη κατά τον ακόλουθον τρόπον:

 

Ραβάσι του Λεάνδρου προς την Βριζίδ:

 

Αδελφή,

Ανέγνωσα το παραπονετικόν ραβάσι σου και απόρησα βλέποντας να με ονομάζης σκληρόν, άσπλαγχνον και αχάριστον εις την αγάπην σου. Εγώ ο δυστυχής δεν σε έδωσα την παραμικρήν αιτίαν, διά να συλλάβης έρωτα περί εμού. Δεδόσθω ότι συνέλαβες, χωρίς να το θέλης, και δεν ημπόρεσες να το κρύψης, με τοεξεμυστηρεύθης. Εγώ τι σε είπα; Με κάθε ειλικρίνειαν ψυχής ωμολόγησα ότι αμόρι να μεταχειρισθώ ικανός δεν είμαι, διά τα αίτια οπού σε επαρίθμησα, πολλώ μάλλον να υπανδρευθώ. Ευχαριστήθηκες εις μίαν απλήν αγάπην. σε υποσχέθηκα να φέρωμαι ωσάν αδελφός σου. Τούτο αν δεν σε εξαρκή, τι ημπορώ να βοηθήσω ο πτωχός περισσότερον;... Το γράμμα σου με έκαμε να χύσω δάκρυα, η απελπισία σου με σκοτώνει. Δεν με φθάνουν τα κρίματά μου, μόνον να έμβω και εις το αίμα σου; Σε παρακαλώ, να ζουν τα μάτια σου, αφήσου από έναν κακορίζικον, οπού δεν ημπορεί να εκπληρώση τα θελήματά σου. Στοχάσου πως είναι μάταια όλα τα κινήματά σου, πως φθείρεις την ζωήν σου με αυτήν την αθεμελίωτην ελπίδα σου. Αν ήμουν κανένας πονηρός άνθρωπος, ήθελα σε απατήσει, ήθελα κακομεταχειρισθή την εξουσίαν οπού με δίδεις. Πλην η καθαρά μου συνείδησις με εμποδίζει από το να φερθώ ωσάν ένας άτιμος. Δεν υποφέρει η καρδιά μου να γένης ολοκαύτωμά μου. Αν μονάχη σου αμελής και χρέος και τιμήν και συστολήν και τα καθήκοντά σου, ο φίλος σου, ο Λέανδρός σου, οπού τον ονομάζεις αχάριστον, κρίνει αναγκαίον να σε βοηθήση εις μίαν τοιαύτην περίστασιν. Το να ανταμωθώμεν κατά μόνας είναι επικίνδυνον και εις τους δύο μας. Λοιπόν, ησύχασε, κερά μου, αφήσου από αυτήν την ιδέαν οπού σε βασανίζει και ευχαριστήσου εις την αδελφικήν αγάπην, την οποίαν θέλεις εύρει εις εμένα μέχρι τάφου, και μένω

ο γνωστός σου.

 

Αφού έκαμε την απόκρισιν, αμέσως εγύρισεν εις το σπίτι, προσποιούμενος πως εξέχασε να βάλη ολίγον καπνόν εις το πουγγί και, αν τύχη να έλθουν φίλοι εις το εργαστήρι, δεν είχε να τους περιποιηθή. "Βάλε κομμάτι καπνόν, Βριζίδ", είπε η Μαντάμ Δεβουσέ. Παίρνοντάς το εκείνη, ηύρε το ραβάσι μέσα. πλην, μη έχοντας καιρόν να το αναγνώση, έδωκε τον Λέανδρον το πουγγί και εγύρισεν εις το εργαστήρι. Εν τω άμα εσφαλίσθηκεν εις έναν ονδά και το εδιάβασε. Θεέ μου, ποίος ημπορεί να περιγράψη την απελπισίαν της; Να σκοτωθή ήθελεν από το κακόν της. Τα μεσάνυχτα εσηκώθη και άρχισε να τον γράψη εις τον ακόλουθον τρόπον:

 

Δεύτερον γράμμα της Βριζίδ προς τον Λέανδρον.

 

Άρπαγε της ησυχίας μου, σκληρόκαρδε Λέανδρε,

Εγώ μεν αποθαίνω. Αφήνω μίαν ζωήν οπού με έγινε μισητή μετά την αγάπην σου. Κατεβαίνω εις την μητέρα μου γην να κατασφαλίσω εις τες αγκάλες της τα ανυπόφορα δεινά μου και την υπερβολικήν εντροπήν μου, μαζί με το πολυπαθές κορμί μου. Γίνομαι θυσία του απατηλού σου έρωτος και παύω από το να αναπνέω διά πάντα τον επίγειον τούτον αέρα. Πλην στοχάσου, Λέανδρε, ότι με εσκότωσες με το χέρι σου. ότι, εκεί οπού με έταζες να κάμης την ευτυχίαν μου, με ξεσκουντάς εις τον τάφον. ότι, χωρίς να σε τύπτη καθόλου η συνείδησίς σου, χωρίς να συγχυσθής τελείως, με άκραν γαλήνην της ψυχής σου, εμπήγεις το θανατηφόρον μαχαίρι εις μίαν τρυφερήν καρδίαν, οπού λαχταρεί να σε λατρεύη. Επίορκε! δεν με έμεινε άλλο καταφύγιον πλέον, παρά να σε καταρασθώ. Άμποτες αυτά... οπού με γεύεις να τα πάθης διπλότερα. Καθώς ψήνεις το ψάρι στα μαραμένα χείλη μου, να ευρεθή... αχ... να ευρεθή καμία οπού να σε καταφλογίση... Εγώ πλέον απεφάσισα εις το εξής να μην σε συντύχω, να σε ξεχάσω, να εξαλείψω και αυτήν την ιδέα της αγάπης σου από την ενθύμησίν μου, να... Η κακορίζικη, μα τάχα ημπορώ; Τάχα είναι τρόπος να ιατρευθή η βαθιά πληγή μου; Και αν ιατρευθή, άραγε το σημάδι της δεν είναι αρκετόν να με θανατώνη κάθε στιγμήν;... Διά όνομα Θεού, Λέανδρε, η υστερινή χάρις οπού σε ζητώ είναι να μη φανής εις το σπίτι μερικές ημέρες, διά να ησυχάσω και να συνηθίσω την υστέρησίν σου. Μα... όχι... φάνου, σκληρέ! Φάνου, έρχου συχνά, διά να σε βλέπω. καν μην με υστερής και αυτήν την παραμικράν παρηγορίαν. Με όλον οπού είσαι φως φανερά φονέας μου, πάλιν αγαπώ να φιλήσω το χέρι οπού με δίδει τον θάνατον, να το καταβρέξω με τα θερμά δάκρυά μου και να το βάλω εις την απελπισμένην καρδιά μου. Πλην... αχ... το νερόν της λήθης αναγκαίον ήτον εις τους πόνους μου. Με φαίνεται... πως μήτε εκείνο δεν ισχύει να με κάμη να σε ξεχάσω. Φθάνει να σε ιδή κανείς μίαν μόνην φοράν, και να σε έχη προ οφθαλμών διά πάντα. Εγώ όμως η δυστυχής... οπού... θε να σε βλέπω... Αχ... το κριματάκι μου να 'χης, Λέανδρε!

 

Ο νέος, αφού έλαβε και το δεύτερον γράμμα της, εκατανύχθη μεν η καρδιά του, υπερίσχυσεν όμως η φρόνησίς του και εδιέκοψε με την ολότη κάθε λογής συναναστροφήν με την Βριζίδ, η οποία μετέβαλε την πρώτην αγάπην της εις ένα αδιάλλακτον μίσος. Πλην η υπόληψις οπού είχον εις αυτόν ο Δεβουσέ και η γυναίκα του, τον εφύλαξεν από τες καταδρομές της.