"Η Πάπισσα Ιωάννα"

[Ο Εμμ. Ροΐδης ερευνά για την Ιωάννα.]

   Ολοκλήρους δε ώρας εδαπάνων παρά τοις βιβλιοκαπήλοις, οσφραινόμενος
την κόνιν σκωληκοβρώτων τόμων, επί τη ελπίδι ν' ανεύρω της Παπίσσης μου
τα ίχνη...

   Καταφυγών εις την έρημον βιβλιοθήκην και από αιθούσης εις άλλην
περιφέρων τα χασμήματα και την ανίαν μου, ευρέθην αίφνην εις την
απέραντον στοάν, ένθα τα θεολογικά του μεσαιώνος βιβλία, περιτυλιγμένα
εις παχύ στρώμα λευκού κονιορτού, ως νεκροί εις τα σάβανά των,
κοιμώνται βαθύν και ανενόχλητον ύπνον. Η οσμή του τυρού ενθυμίζει την
πατρίδα των εις τους Ελβετούς, η των αχύρων τον στάβλον εις τους όνους
και η των ανθέων την φιλτάτην των εις τους εραστάς· παρ' εμοί δε του
παλαιού χαρτίου η οσμή εξύπνιζεν αμέσως την ανάμνησιν της Παπίσσης.

   ...βιβλία εις μόνους τους σοφούς και τους σκώληκας γνωστά...

[Η ακολασία του κλήρου στη Δύση.]

   Η βεβαιότης του ότι αδιόρθωτα ήσαν τα ήθη των κληρικών, παρεκίνησε
τους συντάκτας των ιερών κανόνων εις έκδοσιν νόμου, καθ' ον απηγορεύετο
τοις λαϊκοίς το να υποθέσωσιν ως ένοχον ιερέα, και επ' αυτοφώρω αν
ήθελον συλλάβει αυτόν. "Οσάκις βλέπετε  ιερωμένον εναγκαλιζόμενον την
γυναίκα υμών, διατάσσει το Κανονικόν Δίκαιον, πρέπει να νομίζητε ότι
πράττει τούτο ίνα ευλογήση αυτήν." [Decretal. part. I, cap. VIII,
Ap. Potter.] Τοιαύτη η του τότε κλήρου ακολασία.

[Βορειοευρωπαϊκός χειμών.]

   Ο χειμών επήρχετο, χειμών τοσούτω απότομος και δριμύς, ώστε και
αυτοί οι κόρακες απέθνησκον της πείνης, μη δυνάμενοι να σχίσωσι τας
σάρκας των πτωμάτων, απολιθωθέντων υπό του ψύχους.

[Η Ιωάννα στην Αθήνα. Οι μοναχοί της Ρωμανίας.]

   Οι καλοί ούτοι ερημίται είχον καταντήσει άγριοι και φοβεροί την
όψιν εκ της μακράς αυτών μετά των θηρίων συνοικήσεως, εν αυτοίς δε
διεκρίνοντο ο πατήρ Βατθαίος, εκ του στόματος του οποίου εξήρχοντο
σκώληκες διά την υπερβολικήν νηστείαν, ο Αθανάσιος, όστις ουδέποτε
ένιψε το πρόσωπον ή τους πόδας του, ουδ' έφαγε μαγειρευμένον φαγητόν,
διότι οσάκις έβλεπε το πρόσκαιρον πυρ του μαγειρείου ενθυμείτο το
άσβεστον πυρ της Κολάσεως και έκλαιε, και ο Μελέτιος, του οποίου το
σώμα εκαλύπτετο από κεφαλής μέχρι ποδών υπό έλκους πονηρού ως του
Ιώβ. Αλλ' ο μεν Ιώβ εξέετο προς ανακούφησιν δι' οστράκου, ο δε όσιος
Μελέτιος, οσάκις έπιπτε κατά γης σκώληξ εκ των πληγών του, ελάμβανεν
αυτόν και τον έθετε πάλιν εις τον τόπον του, ίνα έχη τους πόνους της
σαρκός περισσοτέρους και τας αμοιβάς εις την ψυχήν του παρομοίως. Μετά
τούτους προσήλθεν ο πατήρ Παφνούτιος, όστις, βυθισμένος αείποτε εις
ουρανίους εκστάσεις, τόσω ολίγον εφρόντιζε περί των επιγείων, ώστε
διψήσας έτυχε πολλάκις να πίη αντί ύδατος το έλαιον της "κανδύλας"
του, ο όσιος Τρύφων, ουδέποτε φορέσας καθαρόν υποκάμισον, αλλά πάντοτε
τα άπλυτα του ηγουμένου του, ο ερημίτης Νίκων, όστις, υποπεσών εις την
αμαρτίαν της σαρκός, εκλείσθη προς μετάνοιαν εις νεκροταφείον, όπου
έμεινε τριάκοντα έτη κοιμώμενος όρθιος ως οι ίπποι και τρώγων μόνον τα
χόρτα, άτινα εβλάστανον εκ της γης ποτιζομένης υπό των δακρύων του.

[Η Ιωάννα στην Ακρόπολη των Αθηνών.]

   Ο δίσκος της Εκάτης, περικυκλούμενος υπό νεφών διαφανών ως σεμνή
παρθένος υπό των νυκτικών πέπλων της, έλαμπεν ακίνητος εις ύψος
ακαταμέτρητον, επιχέων επί των αθανάτων εκείνων μαρμάρων λάμψιν λευκήν
και αμυδράν, οίαν και επί του κοιμωμένου Αδώνιδος, ότε επεσκέπτετο
αυτόν η θεά επί των ακρωρειών του Λάτμου. Αι στήλαι του Ολυμπιείου, οι
ελαιώνες, αι ροδοδάφναι, αι κορυφαί των λόφων στεφόμεναι υπό εκκλησιών
ή μνημείων, πάντα ταύτα περιέσφιγγον την όρασιν των δύο νεανίσκων διά
ζώνης και αυτού του κεστού της Αφροδίτης θελκτικωτέρας, η δε ηδονή,
ην ησθάνοντο εκ του πανοράματος τούτου, καθίστατο διπλασία, διότι
μεθυσμένοι όντες έβλεπον τα πάντα διπλά.

[Η Ιωάννα στο Βατικανό.]

   Η ημετέρα ηρωίς, ότε κατά πρώτον εισήχθη εις τα ιδιαίτερα δωμάτια
της αυτού αγιότητος, μόλις ετόλμα να θέση τον πόδα επί των παχυχνόων
εκείνων ταπήτων της Ανατολής, εφ' ών ήθελέ τις επιθυμήσει να ολισθήση
ως οι ίπποι του Εριχθονίου, των οποίων τα πέταλα, ότε έτρεχον, μόλις
ήγγιζον τας άκρας των ανθέων. 'Οτε δε έφθασεν ενώπιον του αρχηγού της
Χριστιανοσύνης, καθημένου επί πορφυροχρύσου θρόνου, εν μέσω αργυρών
κανίστρων, ολοχρύσων γαβαθών, σμαραγδοστολίστων θυμιατηρίων και άλλων
κειμηλίων, τοσούτων υπό της λάμψεως εκείνης εθαμβώθη, ώστε αν ελάμβανεν
ανάγκη να πτύση, μόνον εις το ερρυτιδωμένον πρόσωπον του αγιωτάτου
πατρός ήθελε τολμήσει να πράξη τούτο, μη ευρίσκουσα εις τον αστράπτοντα
εκείνον θάλαμον ρυπαρώτερον μέρος.

[Η Ιωάννα έχει πλέον κατακτήσει τον παπικό θρόνο.]

   Πολλάκις εν ώρα μεσονυκτίου φεύγουσα γυμνόπους την άυπνον κοίτην
της, εισέδυεν ακροποδητεί εις τον θάλαμον όπου εκοιμάτο ο αθώος
εκείνος νεανίσκος, και σκιάζουσα διά των δακτύλων το φως της λυχνίας,
ως η Σελήνη τας ακτίνας της διά νεφών, ότε επεσκέπτετο τον Λάτμιον
ποιμένα, έμενεν ολοκλήρους ώρας θεωρούσα τον υπνώττοντα νεανίαν.
Εσπέραν δε τινα ετόλμησε και να επιψαύσει διά του άκρου των χειλέων
το μέτωπον του κοιμωμένου, φυγούσα μετά τρόμου, άμα είδε κινούμενα
τα βλέφαρά του. Ο δε καλός Φλώρος διηγήθη την επιούσαν εις τους
συντρόφους του πώς νυκτερινή οπτασία εις κεντητόν υποκάμισον
περιτυλιγμένη επεσκέφθη αυτόν καθ' ύπνους. Αι οπτασίαι, τα όνειρα
και τα φαντάσματα ήσαν κατά την εποχήν εκείνη συνήθη, αλλ' εκείνος,
βέβαιος ων ότι το φάντασμά του δεν ήτο εκ των συνήθων, έτρεμεν την
επιούσαν επί της κλίνης του, μη δυνάμενος να κλείση τους οφθαλμούς.
   Τα πάντα είχον ήδη σιωπήσει εις το παπικόν οίκημα, πλην των γλαυκών
και των ωρολογίων, ότε κρότος ελαφρός ως πτήσις νυκτίου πτηνού ή
βάδισμα νέας δεσποινίδος, σπευδούσης εις την πρώτην αυτής συνέντευξιν
και φοβουμένης την παρθενικήν ηχώ των υποδηματίων της, ηκούσθη εις το
πρόθυρον του θαλάμου. Η θύρα ηνοίχθη αθορύβως, ως από αΰλου ωθουμένη
φυσήματος, και το φάσμα διηυθύνθη προς την κλίνην βαδίζον επί της
άκρας των γυμνών ποδών του. Ο Φλώρος ησθάνθη το υποκάμισόν του
βρεχόμενον υπό ιδρώτος ψυχρού ως ύδατος της Στυγός (του αρκαδικού,
εννοώ, ποταμού και όχι του καταχθονίου, όστις ήτο ζεστός), το δε
σκότος επηύξανε τον τρόμον· καθότι ούτε αυτόφωτον, ως τα άλλα
φαντάσματα, ήτο το φάσμα, ούτε έφερε λυχνίαν την νύκτα εκείνην, αλλά
μόλις διεκρίνετο υπό το σπινθήρισμα της σβηνομένης θερμάστρας ως
λευκόν τι και αμφίβολον νέφος, βραδέως και απειλητικώς προς την κλίνην
προχωρούν.
   Το νέφος, το φάσμα, ο βρυκόλαξ, η Ιωάννα τέλος πάντων, εστάθη παρά
την κλίνην και, ενθαρρυνομένη υπό της ακινησίας του νεανίσκου, ήρχισε
διά του άκρου των χειλέων να λείχη τον απηγορευμένον καρπόν, ον δεν
ετόλμα να δαγκάση. Η θερμή εκείνη πρόσψαυσις διεσκέδασεν εν ακαρεί
το εις τας φλέβας του νεανίου κυκλοφορούν ρίγος· άμα δε συνελθών,
εξέτεινεν αμφοτέρους τους βραχίονας, ίνα συλλάβη το φάσμα, όπερ μόλις
επρόφθασε να διαφύγη, αφίνον εις χείρας του το ήμισυ του υποκαμίσου
και πέντε της κεφαλής του τρίχας. Αλλ' ο καλός Φλώρος δεν ηδύνατο
εις τοιαύτα λάφυρα να αρκεσθή· το αίμα αυτού έβραζεν ήδη υπό της
συγκινήσεως και περιεργείας, οι δε πόδες εδίωκον την νυκτερινήν
οπτασίαν, ήτις έφευγεν ωκύπους.
   Δις και τρις περιέδραμον ούτως τον θάλαμον, μέχρις ου, περιπλεχθέν
το φάσμα εις τας πτυχάς του σχισθέντος χιτώνος ή σαβάνου του,
κατέπεσεν επί του τάπητος, υποκάτω ανοικτού παραθύρου. Ο Φλώρος
εξέτεινε τότε και πάλιν την χείρα, αλλ' αντί να απαντήση οστά,
σκώληκας, σαπρίαν ή άλλα τοιαύτα κλασικά κοσμήματα των βρυκολάκων, η
χειρ αυτού ανεπαύθη επί θερμής και λείας επιδερμίδος, ήτις εφαίνετο
χρησιμεύουσα ως θήκη εις ζώσαν και πάλλουσαν καρδίαν· ήδη δε ήπλονε
και την άλλην χείρα, αλλά κατ' εκείνην την στιγμήν, προβάσα όπισθεν
νέφους η σελήνη, έλαμψε πανσέληνος επί του προσώπου και των γυμνών
μαστών του αγιωτάτου πάπα Ιωάννου του ογδόου!