O Φέρμας
του κ. Ν. Ι. Σαράβα

'Ηταν μια γνωριμία τυχαία.
Καθόταν στο πλαϊνό μου τραπέζι ενός καφενείου απ’ αυτά της Ομόνοιας, που
συχνάζουν ηθοποιοί.
Μόλις είχ’ αφήσει τη βραδινή εφημερίδα που διάβαζα, στο μάρμαρο του
τραπεζιού και άκουσα μια φωνή βραχνιασμένη να μιλάη σιμά μου.
-  Τι διαβολεμένο κρύο που κάνει!..
-  Κρυώνετε;… είπα για να πω κάτι επειδή με κοιτούσε στα μάτια, περιμένοντας
απάντηση.
-  Αν κρυώνω!..  Τα πόδια μου δεν τα νοιώθω… Μα είναι κρύο το φετινό!..
'Hταν ένα λιγνό κορίτσι με πρόσωπο χλωμό και παιδιάστικο που τόσο ερχότανε σε
αντίθεση με τη χονδρή εκείνη φωνή της.
-  Τι;  ‘σεις δεν κρυώνετε;…
-  Δεν κρυώνω τόσο, όσο πονάν τα μάτια μου απ’ τις καπνούρες των τσιγάρων,
που καπνίζει εδώ τόσος κόσμος…
-  Και μένα μου πονάν τα μάτια… είπε ζαρώνοντας τα βλέφαρά της, σαν νάθελε
να προφυλαχθή από καμιά φωτεινή αντηλιά.
Κι’ επειδή εκείνης της επονούσαν τα πόδια από τον κρύο, κι’ εμένα τα μάτια
από τον καπνό του καφενείου, βγήκαμε έξω συντροφιά να περπατήσουμε.  Μόλις
βγήκαμε στο δρόμο, φύσηξε και μας περιέλουσε ένα κύμα ψυχρού αέρα.
Και το φουστάνι της συνοδού μου φορμαρίστηκε πάνω στο απαλόγραμμο σώμα της.
-  Ξέρεις μένω στη Λαχαναγορά, κάτω… μού’πε δυναμώνοντας τη φωνή της, γιατί
ο αέρας σκορπούσε τις λέξεις.
-  Στη Λαχαναγορά!  Σαν πολύ μακριά είπα και σκεφτόμουνα αν θάξιζε τον κόπο
να πήγαινα με τόσο κρύο ως εκεί κάτω, για μερικές στιγμές της γυναίκας
αυτής.
Αν μούλεγε να μείνω τη νύχτα όλη μαζύ της, θάμενα;
-  Βρίσκουμε στο δωμάτιο του Φέρμα προς το παρόν… συμπλήρωσε απότομα την
προηγούμενη φράσι της.
-  Πώς;… Δεν άκουσα καλά!…  φώναξα μέσ’ απ’ το ξεροβόρι, σιμώνοντάς την.
-  Τον Φέρμα τον ξέρεις…  Σας είδα το μεσημέρι στο καφενείο μαζύ να
κουβεντιάζετε.
-  Ε και τι έχει να κάνη ο Φέρμας;
-  Σου είπα.  Μένω μαζύ του…  Ήρθα προχτές από την «τουρνέ» που έκανα με το
θιάσο πούμουνα και θυμήθηκα τα παληά με το Φέρμα…  Έφερα και μερικά λεφτά,
και καπνίζουμε αράδα κάθε βράδυ τσιγαριλίκια.
-  Τι;  τσιγαριλίκια!…  Ώστε καπνίζει κι αυτή χασίς, όπως ο Φέρμας.
-  Τι είπες;  Δεν τον ξέρεις τον Φέρμα;…  με σίμωσε για να καταλάβη τι
έλεγα, γιατί ο αέρας δεν άφηνε -  καμία λέξη ν’ ακουστή σωστή.
Κι εγώ, ναι, ήξερα το Φέρμα, το μαυριδερό πρόσωπό του, που όταν γελούσε δεν
ακουγόταν κανένας ήχος, αλλά μόνο το κεφάλι του πετούσε μπρος κι εζάρωνε
λίγο το στόμα του.  Γι’ αυτόν τον είχαν βγάλει και «Φέρμα».
Φτάσαμε στο δωμάτιο.
'Ητανε σε μια αυλή μέσα, ισόγειο, που όμοια μ’ αυτό θάσαν γύρω κι άλλα δέκα
κοντά νοικιασμένα όλα από επαρχιωτόπουλα φοιτητές.
'Ανοιξε η πόρτα και μέσα είδα τον Φέρμα μ’ έναν άλλο να κάθονται, που
αργότερα μου τον σύστησε για φοιτητή της ιατρικής – γιατρό.
-  Σου φέρνω κι’ ένα σου φίλο!…  φώναξε μπαίνοντας εκείνη.
-  Βρε Δώρα, που τους ξετρυπώνεις και γνωρίζεις όλο ανθρώπους «καθώς
πρέπει»!…  της είπε ο Φέρμας, πρόσχαρος, με διάθεσι να την πειράξη, που,
καθώς φαίνεται, θάχε καπνίσει πολύ, γιατί όλο το δωμάτιο μύριζε από χασίς –
μια μυρωδιά πούρχονταν και γαργάλευε ηδονικά τη μύτη.
Κάθησα σε μια κασέλα.
Ο γιατρός κάπνιζε απλά τσιγάρα και, καθώς φαίνεται, δεν ήξερε «τι καπνό
φούμαραν» οι γύρω του και κάθε τόσο έλεγε ν’ ανοίξουν την πόρτα να πάρει
αέρα, γιατί άρχισε να του πονάη το κεφάλι.
-  Γιατρέ, τούλεγε ο Φέρμας, κυττάζοντας με τα θολά του μάτια, δεν σου
πονάει η καρδιά για να πειράζεσαι στο κεφάλι απ’ τον καπνό μας.!…
-  Κάνε μας τίποτα, κανένα φακιρικό… είπα στο Φέρμα, που τον ήξερα για
ηθοποιό και στις επαρχίες  για ηθοποιό – φακίρη σε αποτυχημένες «τουρνέ».
-  Τι να κάνω;… είπε και χαμογέλασε σκεφτικά.
-  Τη νοομαντεία κάνε μας!… του λέγει η Δώρα.
-  Νοομαντεία…  κάτι έκανε να πη ο γιατρός που κυττούσε εντατικά τη Δώρα,
που κάθουνταν πλάι μου στην κασέλα μα τον διάκοψε ο Φέρμας.
-  Αφήστε με βρε παιδιά…  κι’ είμαι και γω βαρεμένος…
-  Θα καπνίσης;…  μου βάζει η Δώρα στο στόμα ένα τσιγάρο.
-  Πρέπει να ξεχνάει κανείς…  ανάβει το τσιγάρο μου απ’ τ’ αναμμένο το δικό
της.
Πως λάμπουν τα μάτια αυτού του κοριτσιού.
Ξάφνου βλέπω τ’ αριστερό πόδι του Φέρμα νάναι δεμένο μ’ έναν επίδεσμο, μέσ’
από την κάλτσα και να μη φορή παπούτσι όπως στο άλλο του το πόδι, αλλά
παντούφλα.
-  Τι έχει το πόδι σου, Φέρμα;
-  Μ’ αυτός μου χαμογελάει μυστηριωδώς και δεν μ’ απαντάει
Κι’ εγώ τούπα να το κυττάξω το πόδι του, μα δεν μ’ αφίνει,…  λέει ο γιατρός,
δίχως να μπορή να ξεκολλήση το μάτι του από τα κάπως αμέριμνα ξεσκέπαστα
πόδια της Δώρας.
-  Ναι. Να το ιδής, όπως το δόντι μου, που γι’ αυτό με μαχαίρωσες και δεν
μπορώ να φάω δέκα μέρες!…
-  Εγώ έκανα απλώς μια «τομή»…  Τι να σου πω εγώ, αν εσύ το μόλυνες ύστερα;…
-  'Ασ’ τα αυτά! Τον αποπαίρνει ο Φέρμας και για ν’ αποφύγει το θέμα του
ποδιού του έρχεται στα πειράματα.
-  Βλέπετε, κύριοι…  μιλάει με φωνή επίσημη σαν να βρίσκεται μπρος σε
πολυπληθές ακροατήριο.  -  —Βλέπετε αυτή την εφημερίδα…  Λοιπόν, την κάνουμε
έτσι, την κάνουμε αλλοιώς, την κάνουμε, κι έτσι…
-  Τι έχει το πόδι του Φέρμα;…  σκύβω και ρωτάω σιγά τη Δώρα γιατί κάτι
υποψιάζουμαι.
Μ’ αυτή με πλησιάζει, βάζει το στόμα της απάνω στ’ αυτί μου και μου λέει,
ψιθυριστά, πως του Φέρμα δεν του πονάει το πόδι, αλλά τούχει λυώσει πιότερο
τ’ αριστερό του παπούτσι, και γι’ αυτό…
Και ξεσπάμε κι οι δύο σε κάτι γέλοια, τρελλά, παράξενα.
Κι ο Φέρμας, που κατάλαβε την αιτία των γέλοιων μας, μας κυττάει
χαμογελώντας.
-  Ορίστε, για τον κόπο σου!…  προσφέρει στη Δώρα μια χάρτινη ανθοδέσμη, που
τελείωσε με την εφημερίδα.
Κι’ ύστερα ξαπλώνει κι’ αυτός στο χαμηλό του κάθισμα κι αρχίζει ένα γέλοιο
όμοιο με το δικό μας, μα βουβό και ήρεμο.
Ο γιατρός μας κυττάει παραξενεμένος και κουνάει το κεφάλι του πάνω κάτω.
Ύστερα νευριάζεται μη ξέροντας τι να κάνη, που να ρίξη την ματιά του, κι
έτσι κόβει και σε μας την όρεξη πούχαμε να γελάμε, καθώς τον βλέπουμε.
Γέρνει η Δώρα το κεφάλι της ζαλισμένη, κυττώντας με.
Τόνα της χέρι είναι ριγμένο στον ώμο μου και με τραβάει σιμά της.
Αχ, εκείνα τα μάτια της πόσο είναι μεγάλα!…  Ένας σωστός λαβύρινθος…
Πώς εκείνος ο Φέρμας γελάει εκείνο το γέλοιο του το άφωνο!…
Ο γιατρός μας καλονυχτίζει και φεύγει.
-  Πώς έχει γίνει τόσο μικρός σα νάνος;…  Τι γελοία εμφάνιση που έχει λάβει…
Και μόλις κλείνει η πόρτα πίσω του, νοιώθω δυο χείλια να ενώνουνται καυτερά
πάνω στα δικά μου.
***
-  Ξέρεις τι γούστο πώχει ο γιατρός!…
Κάθε βράδυ φεύγει από δω μέσα «ντουμάνι» απ’ τα τσιγαριλίκια που καπνίζουμε
κι ο «λελές» δεν καταλαβαίνει τίποτα.  Και με ρωτάει γιατί, λέει, το πρωί
του πονάει το κεφάλι…  Σήμερα ήρθε και μούπε, ότι είναι βέβαιος, πως έχει η
Αθήνα ελώδεις πυρετούς και γι΄αυτό του πονάει το κεφάλι, και πως από αύριο
θαρχίση να παίρνη κινίνο…
Καλύτερα να μιλάη ο Φέρμας έτσι παρά να γελάη εκείνο το γέλοιο του.
-  Να ξέρατε τι μου θυμίζει όποτε τον βλέπω;  Θυμάμαι βρε παιδιά, σαν τον
βλέπω ένα φίλο μου στο στρατό, στη Μικρά Ασία… τον είδα στην οπισθοχώρηση να
πεθαίνει πλάι μου, και φύλαξα να ξεψυχήση για να του βγάλω τ’ άρβυλά του,
πούσαν γερά πιότερο απ’ τα δικά μου για να μπορώ να τρέχω.  Μα νόμισα, σε
μια στιγμή, εκεί που τον έσερνα, τραβώντας για να του τα βγάλω, πως μ’
αγριοκύτταζε με τα γουρλωμένα μάτια του…  Και πήρα ένα δρόμο!  Ωχ!…
Κυττούσε ο Φέρμας εμπρός τρομαγμένος σα νάβλεπε κάτι το τρομερό ν’ αναδεύη
μέσα στη θαμπή ατμόσφαιρα του δωματίου.
Κι’ απλώθηκε γύρω μας η σιωπή.
Κι’ από δίπλα μου, εγώ, ένοιωθα δυο άγρια μάτια να προβάλλουν και νάρχωνται,
νάρχωνται σιμά μου…  Γύριζα να τα ιδώ για να τ’ αποφύγω και ξάφνου με
σίμωσαν, σαν αστραπή, κι’ έμπαιναν μέσ’ στα δικά μου και γίνονταν ένα.  Κι
αυτό διαρκώς επαναλαμβανόνταν.  Αχ, τι εφιάλτης!
Η γυναίκα, καθισμένη πλάι μου στην ίδια κασέλα;, σφίγγουνταν και πάλι πάνω
μου.
Κι’ εγώ σφιγγόμουνα σιμά της, με δέος και πόθο μαζύ.
-  'Αλλοτε μ’ αυτόν το φίλο μου, είχαμε τρυπώσει σ’ ένα σπίτι, για να
ζητήσουμε ψωμί, γιατί είχαμε περιπλανηθεί μακρυά απ’ τους δικούς μας.  'Οταν
ξάφνου, βρεθήκαμε σ’ ένα δωμάτιο με μια λιμνίτσα στη μέση που πλένονταν
τρεις γυναίκες, με πέντε κοριτσόπουλα…
Μπήξανε ξεφωνητά σαν τρομαγμένα πουλιά…  Εμείς μόνο λίγο ψωμί θέλουμε!…
τους φωνάξαμε…  Κι’ οι άνδρες τους, πούχαν κρυφτή, μόλις μας είδανε, ‘βγήκαν
και μας έδωσαν λίγο ψωμί…
***
Τραβάω και την τελευταία ρουφηξιά του τσιγάρου μου και το πετάω κάπου, δεν
ξέρω που.
Κλείνουν τα μάτια μου βαριά.
… Τι ήσαν αυτές οι φωνές, πούβγαιναν απ’ τον θερμό λουτρώνα;
Μα πως νόμισα πως οι γυναίκες ξεφώνισαν μόλις μ’ είδαν με το σύντροφό μου
πλάι;  Να, που αυτές χαμογελούν έτσι ολόγδυτες που τις βλέπω.  Κι τα νερά
χαμογελούν άλλη μια φορά, που τις καθρεπτίζουν απ’ τη μέση κι απάνω, όσο
είναι έξω.
Και βγαίνει μια από δαύτες μέσ’ από το νερό και πατάει ντροπαλά χάμω τις
μωσαϊκές πλάκες με το λεπτό της ποδάρι.
Κ’ έρχεται για μένα, λικνιστή έτσι, που κάνει να τρέμουν τα γιομάτα μπούτια
της και τα μελαψά της στήθη.
Έρχεται αυτή για μένα και στο δρόμο της αφίνει τ’ αχνάρια της βρεγμένης
πατούσας της απάνω στα μωσαϊκά… που, αχ!  Θε μου, έχουν ένα τέτοιο
πολυποίκιλο σχέδιο με κόκκινες γραμμές, που όσο το κυττάω ζαλίζουμαι.
Νοιώθω να μ’ αγκαλιάζη αυτή και να με φιλή στα χείλη…
Μα τώρα δεν είμαι εγώ ο στρατιώτης, αλλά η γυναίκα που βγήκε μέσ’ απ το
λουτρό…  Νοιώθω τα νερά να στεγνώνουν απάνω μου κι ανατριχιάζω και κρυώνω,
σα να πεθαίνω…  Και πεθαίνω… κι είμαι γω τώρα ο στρατιώτης, που σέρνει ο
Φέρμας στο χώμα χάμου, κάτω απ’ τον φλογερό ήλιο, για να μου βγάλη τα
παπούτσια…  Κι εγώ είμαι αυτός, που κυττάω με θυμωμένα μάτια…  Με τραβάει
και με σέρνει ο Φέρμας απ’ τα πόδια…
Όταν βλέπω γύρω μου όλα νάναι αχνόφωτα.
Και τα μάτια μου τα νοιώθω τώρα, καθώς τ’ ανοιγοκλείνω και καίνε.
-  Βρε, τι έπαθες και κλωτσάς!…  ακούω σιμά μια γνωστή μου φωνή – το Φέρμα –
να φωνάζει.
'Εχει αρχίσει να γλυκοχαράζη πια.
Τι εφιάλτες, Θεέ μου, που μ’ ετυράννηασαν όλη τη νύχτα!
Η Δώρα κοιμάται ακόμη μισόγυμνη και ξετραχηλωμένη, ακουμπώντας απάνω μου.
Κι ο Φέρμας, βρίσκεται πεσμένος απ’ το χαμηλό του κάθισμα, κάτω στα πόδια
μας.
Τα μάτια μου καίνε.  'Ολο μου το σώμα είναι κομμένο και κρυώνω, γιατί έξω
μουγκρίζει ένας τέτοιος βορηάς!
-  Καλημέρα!…
Σηκώνεται η Δώρα να μας ψήση τον καφέ!
-  Ε, κοιμόμαστε ακόμα;…  άνοιξε το θυρόφυλλο και μπήκε ο γιατρός.
-  Κλείσε γρήγορα την πόρτα, γιατί φυσάει!
-  Δεν ξέρω τι σόι αρρώστεια νάναι αυτή.  Απόψε, όλο το βράδυ, μου πονούσε
το κεφάλι κι έβλεπα και κάτι όνειρα…
-  'Ετσι, ε;…  γελάει ο Φέρμας.
-  Πήρα τρία κουφέτα κινίνο και το κεφάλι μου πάει να φύγη…
-  Ελονοσία πούχει η Αθήνα!…
-  'Ετσι, ε;…
(Ν. Ι. Σαράβας, Εβδομάς 1/30/30)