ΓYΝΑΙΚΕΣ

 

Aνάμεσα στα δύο φύλα, το «ασθενές» είναι σίγουρα το πιο αμφιλεγόμενο. Η ιστορία του ξεκινά τραγικά αφού το βαραίνει πάντα η κατηγορία ότι στέρησε στην ανθρωπότητα τον Παράδεισο. Στη διαδρομή  αγαπήθηκε και μισήθηκε με το ίδιο πάθος, υμνήθηκε και κατηγορήθηκε, καταπιέστηκε και καταπίεσε, και όχι τυχαία θεωρήθηκε το δεύτερο μεγαλύτερο δώρο και δεινό του κόσμου μετά  τη φωτιά. Οι εκπρόσωποί του υπηρέτησαν τη κακία ή την αρετή με πάθος και όποιο δρόμο κι αν διάλεξαν διακρίθηκαν, χαρίζοντας στην ανθρωπότητα στιγμές μεγάλου πόνου αλλά και ώρες απέραντης ευτυχίας.

Στο Θείο Πάθος από το στενό μονοπάτι προς το Γολγοθά ως τον κενό Τάφο οι μυροφόρες γυναίκες είναι παρούσες καταρρίπτοντας το μύθο του ασθενούς φύλου και αναβιώνοντας εκείνον της Αντιγόνης: Ο ηθικός νόμος είναι πιο ισχυρός από τον ανθρώπινο και η αγάπη πιο δυνατή από τα όπλα. Η καταπιεσμένη γυναίκα βγαίνει στο προσκήνιο, νικά τις προσωπικές της φοβίες,  αψηφά το κοινωνικό  της χρέος και τη φωνή του λαού και πολεμά στο πλευρό του Θεού της. Σε αντίθεση όμως με την ηρωίδα του Σοφοκλή, ο αγώνας  αυτός δεν οδηγεί στο θάνατο αλλά στην αναγέννησή της.     

                 

Γυναίκα! Πλάσμα αδύναμο με δύναμη μεγάλη.

Γυναίκα! Πλάσμα άπιστο με πίστη δυνατή.

Μακριά απ το Διδάσκαλο κι απόλυτα κοντά Του,

Στο μονοπάτι του Σταυρού, στου όχλου τη βοή.

 

Κρυμμένη στον Παράδεισο να μην τη δει ο Πλάστης,

μα δίπλα στον Αγώνα Του το αίμα Του σκουπίζει.

Δειλή στη κρίση της Εδέμ τη σωτηρία χάνει

Μα στου σφυριού το κάλεσμα σώζεται σαν δακρύζει.

 

Στο δρόμο προς το Γολγοθά ο νους βασανιστής της:

«Γυναίκα εσύ! Πώς την οργή του ξίφους θα νικήσεις;

Ο βασιλιάς σου ανίσχυρος στα χέρια αυτού του πλήθους.

Γυναίκα εσύ, αδύναμη! Στο μίσος θα λυγίσεις».

 

Στο δρόμο προς το Γολγοθά η αγάπη συνοδός της:

«Γυναίκα εσύ! Πώς το Θεό Δεσπότη σου

εδώ μόνο θα αφήσεις;

Στο πλάι σου ήταν πάντοτε τον πόνο σου να γιάνει.

Γυναίκα εσύ! Τον αγαπάς! Στο μίσος μη λυγίσεις!»

 

Στον καλπασμό του Xάροντα η αγάπη τύραννός της:

«Γυναίκα εσύ! Δεν το μπορείς το θάνατο ν’ αντέξεις.

Πονάει ο Πατέρας σου και η καρδιά ματώνει.

Δε θέλεις να σταθείς εδώ! Θέλεις μακριά να τρέξεις»

Στον καλπασμό του Xάροντα η πίστη σύντροφός της:

«Αυτός είν’ ο Σωτήρας σου, αυτός είν’ ο Θεός σου,

σπλάχνο Του εσύ: Στη μάχη Του να μη λιποτακτήσεις.

Μείνε κοντά Του στο Σταυρό. Είναι ο Κύριός σου!»

 

Μπρός στο νεκρό Πατέρα της ο πόνος δύναμή της:

Η θλίψη της δε σκιάζεται του τέλους τη σιωπή.

Το δάκρυ πνίγει τη βροχή και τη βροντή ο θρήνος.

Παράδεισος και κόλαση το νεκρικό φιλί.

 

Μπρος στο νεκρό Πατέρα της η δύναμή της πόνος:

Κάλλιο δειλή να ήτανε κρυμμένη στο σκοτάδι.

Να μην αντίκρυζ’ άψυχο το Θεϊκό το Σώμα.

Να μη στεκόταν μάρτυρας στο θρίαμβο του Άδη.

 

Στο μυρωμένο πρωινό το χρέος βάσανό της:

«Πρέπει να πας στου Δάσκαλου το νεκρικό το δώμα!»

Τρομάζει, τρέμει η ψυχή κι ας είν’ στητό το βήμα

Πώς να αγγίξει αυτή μικρή του Σύμπαντος το Σώμα;

Στο μυρωμένο πρωινό το Θάρρος σύμμαχός της:

Είναι στητό το βήμα της κι αν η καρδιά σκιρτάει

Το πάθος και η πίστη της την οδηγούν στον Τάφο

Μύρο και δάκρυ έφερε σ’ Εκείνον που αγαπάει!

 

Στον άδειο Τάφο Του μπροστά το Xαίρε έπαθλό της:

«Νικήθηκε ο Θάνατος, Θριάμβευσε ο Θεός!

Το φως του Κόσμου κούρσεψε του Άδη τα σκοτάδια.

Απ’ τα σκοτάδια ανάβλυσε Ζωή , Ελπίδα, Φως!»

 

Στον άδειο Τάφο Του μπροστά το Xαίρε νέο χρέος:

Μαυροντυμένη έφτασε του πένθους μυροφόρος,

μα της Ζωής το μήνυμα αλλάζει τη ζωή της:

Στο κενοτάφι χρίζεται Ζωής μαντατοφόρος.

 

Γυναίκα! Πλάσμα αδύναμο με δύναμη μεγάλη.

Γυναίκα ! Πλάσμα άπιστο με πίστη δυνατή.

Όταν δειλιάζει, σύρεται στης κόλασης τη δίνη.

Aγγέλει τον Παράδεισο όταν στέκει πιστή.

 

 

ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΤΗΣ ΜΑΡΩΣ ΣΙΔΕΡΗ

 

ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΣΤΗΝ ΨΥΧΗ ΜΟΥ