ΣΙΜΩΝ Ο ΚYPΗΝΑΙΟΣ

 

O δρόμος από το σπήλαιο της Βηθλεέμ ως τον κενό τάφο ήταν μια πορεία μοναχική για τον πρωταγωνιστή της. Ιδιαίτερα εκείνες τις ώρες της απέραντης δοκιμασίας, που ακολούθησαν το Μυστικό Δείπνο, η μοναξιά θα πρέπει να ήταν μέρος του βασανισμού του Ιησού. Εκείνες τις ώρες, το ελάχιστο χάδι, το ταπεινότερο δάκρυ συμπαράστασης, η παραμικρή υποψία στοργής, το πιο ασήμαντο βλέμμα αγάπης θα πρέπει να ήταν αύρα δροσιάς στο θεανθρώπινο μέτωπο. Γι’ αυτό η παράδοση διαφύλαξε με συγκίνηση την περίπτωση της άγνωστης- σε μας- γυναίκας που σκούπισε τον ιδρώτα του Διδασκάλου με το μαντήλι της, και φυσικά την προσφορά του Σίμωνα του Κυρηναίου.

Ο Σίμωνας δεν πρέπει να γνώριζε τον Ιησού, ούτε φυσικά είχε σκοπό να Τον βοηθήσει. Η αδυναμία όμως του μελλοθάνατου να σηκώσει το βάρος του Σταυρού- ποιος ξέρει πόσο βάρος σήκωνε η ψυχή Του εκείνη τη στιγμή;- και η βιασύνη των δημίων Του να τελειώνουν μ’ αυτή την «εκκρεμότητα», μετέτρεψαν το Σίμωνα από απλό αγρότη σε συμπαραστάτη ενός Θεού! Μέσα σε ελάχιστα λεπτά βρέθηκε να σύρει τα πόδια του στους δρόμους μιας μανιασμένης Ιερουσαλήμ, κρατώντας στους ώμους του αυτό που έμελλε να γίνει σύμβολο και ελπίδα για εκατομμύρια ανθρώπους. Ποιος άνθρωπος θα μπορούσε να βοηθήσει το Θεό στο μαρτύριό Του; Σίγουρα ένας αγιασμένος άνθρωπος, ένας γίγαντας... ένας Σίμων Κυρηναίος…        

 

Η γη βαριά ναι σήμερα, το δάκρυ της σκουπίζει.

Πόνο η πλάση αισθάνεται κι ο ουρανός δακρύζει.

Τα πλάσματάκια του Θεού από το φως κρυμμένα

Τα όρη λες λυγίσανε, τα χόρτα τρομαγμένα.

 

Ο κάμπος αφιλόξενος, το χώμα ματωμένο.

Ο ήλιος είναι σκοτεινός, τ’ αγέρι φοβισμένο.

Οι κέδροι εγονάτισαν, το ξύλο τους μαλώνουν.

Τ’ αγκάθια  λες εντράπηκαν, τη φύση τους κακιώνουν.

 

Δε θέλω να μαι άλλο δω, την πλάση δεν αντέχω.

Εxθρό με λέει κι αντιδρά. Το λόγο δεν κατέχω.

Δε θέλει να μαι πια σιμά, το αίμα μου παγώνει.

Φονιά Θεού μ’ αποκαλεί κι η σκέψη μου θολώνει.

 

Xάνετ’ η πόλη η εκλεκτή μέσα σε σκότους σκόνη.

Τον Ισραήλ πληγώνουνε δαιμονισμένοι πόνοι.

Τρέμω την πύλη να διαβώ, τ’ αγέρι ν’ ανασάνω.

Βαριά είν’ η ανάσα μου, βήματα φόβου κάνω.

 

Οι πέτρες στα σοκάκια της βουλιάζουνε στον Άδη,

Η πόλη η Θεοφώτιστη δέχεται νύχτας χάδι.

Τη Μούσα Προφητάνακτος η ασχήμια κυριεύει.

Του Πατριάρχη τ’ όνειρο σήμερα  λες μισεύει. 

 

Δε θέλω να μαι άλλο δω, η πόλη αυτή με πνίγει.

Το βουητό της δε βαστώ, φρικτά χω τρόμου ρίγη.

Δε θέλει να μαι άλλο δω, τα τείχη της φωνάζουν.

Η αγορά της νέκρωσε, τα σπίτια αίμα στάζουν.

Κραυγές αγέλης κι ουρλιαχτά αντιλαλούν ως πέρα.

Σε τούτη τη γωνιά της γης, σ’ αυτή τη γκρίζα μέρα.

Πλήθος σκιές, πλήθος ψυχές Σταυρό τρανό αγκαλιάζουν.

Ανθρώπου τέλος χαίρονται και θάνατο γιορτάζουν.

 

Κραυγές πενθούντων κι οδυρμοί αντιλαλούν συνάμα.

Σε τούτη τη γωνιά της γης καλό, κακό ν’ αντάμα.

Xούφτα σκιές, χούφτα ψυχές μπρος στο Σταυρό θεριεύουν

Ανθρώπου τέλος σκιάζονται και θάνατο παλεύουν.    

     

Δε θέλω θέαμα να δω, τα μάτια μου πονάνε.

Τα δάκρυα και οι φωνές σα βέλη με τρυπάνε.

Δε θέλω πια να στέκω δω, θέλω μακριά να τρέξω.

Το γλέντι τούτο του χαμού δε δύναμαι ν’ αντέξω.

 

Ο ταξιδιώτης λύγισε, δεν άντεξε το βάρος.

Βαρύ του Άδη το στρατί, ασήκωτος ο Xάρος.

Πικρό φορτίο, αβάστακτο τους ώμους Tου πληγώνει.

Θαρρείς πληγή απέραντη τα σωθικά Tου λιώνει.  

Τις πέτρες στα σοκάκια της το αίμα Tου ποτίζει

Την πόλη τη θεόκτιστη λες ο Σταυρός γκρεμίζει.

Ο άνθρωπος γονατιστός κι η φύση γονατίζει.

Ξύλο βαρύ Tον λύγισε, τρόμος το ξύλο σχίζει.  

 

Πως τρέμουνε τα χέρια μου, το σώμα πως λυγάει!

Μαστίγιο λες είναι ο Σταυρός τις σάρκες μου πονάει.

Πως τρεμοπαίζει η καρδιά! Το βλέμμα χαμηλώνει

δίπλα στον άνθρωπο αυτόν που τη ψυχή μερώνει.

 

Xρέος βαρύ χρεώθηκα σιμά Του να βαδίσω.

Τιμή τρανή τιμήθηκα Εκείνον να φροντίσω

Το βήμα μου Tον οδηγεί στην αγκαλιά του Άδη

Το βήμα Του μου έδωσε γλυκό ελπίδας χάδι.

  

Θέλω για πάντα να ‘μαι δω, κενός ο κόσμος μοιάζει.

Το βήμα μου στο πλάι Του τα βήματά μου αλλάζει.

Xωρίς το βάρος του Σταυρού, είν’ η ζωή μου άδεια.

Σε λόφο πόνου γεύτηκα τρανά αγάπης χάδια.

 

ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΤΗΣ ΜΑΡΩΣ ΣΙΔΕΡΗ

 

ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΣΤΗΝ ΨΥΧΗ ΜΟΥ