Αλαφροΐσκιωτος Ύπνος ιερός, λιονταρίσιος, του γυρισμού, στη μεγάλη της αμμουδιάς απλωσιά. Στην καρδιά μου τα βλέφαρα μου κλεισμένα. Βοή του πελάου πλημμυρίζει τις φλέβες μου. Απάνω μου τρίζει σα μυλολίθαρο ο ήλιος. Γεμάτες χτυπάει τις φτερούγες ο αγέρας. Αγκομαχάει το άφαντο αξόνι. Δε μου ακούγεται η τρίσβαθη ανάσα. Γαληνεύει, ως στον άμμο, βαθιά μου και απλώνεται η θάλασσα πάσα. (απόσπασμα)