Τάκης Σινόπουλος, "Περίπου Βιογραφία", "Πιθανές προσθήκες στο ποίημα Περίπου Βιογραφία", Συλλογή ΙΙ, 1965-1980, Αθήνα, εκδ. Ερμής, 1987, σσ. 83-86.

ΠΕΡΙΠΟΥ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

'Ετσι κατέβηκε απ' τον πόλεμο, με φαγωμένα τ' άρ-

βυλα και το χακί του αμπέχωνο.

 

Μονάχα εκείνη η σκοτεινή κατηφοριά, πιο χαμηλά τα

δέντρα ανοίγοντας, ένα κομμάτι ποταμιού - ποτάμι

παγωμένο φως.

 

Βρήκε το σκύλο του - δε γαύγισε.

 

Και κάτι σκοτωμένοι δίχως όνομα το πρώτο απόγευ-

μα. 'Υστερα πολλά μπερδεμένα απογεύματα, στο κά-

τω της γραφής όλα χωνεύονται στα χαρτιά, συλλογί-

στηκε.

 

Μέρες ξερές σα ντουφεκιές, ένα φεγγάρι ακίνητο πάνω

σε σπίτια και συρματοπλέγματα.

 

Αμίλητοι άνθρωποι του γύρεψαν ταυτότητα, ξανά ταυ-

τότητα.

 

Τον πήρε η κόρη του κακού και πάλεψε.

 

Κι όπως κοιμότανε τη νύχτα, ματωμένα βουνά και

πέτρες που πέφτανε απάνω του, γύρω γύρω μισοί,

μισοφώτιστοι οι φίλοι του

και οι άλλοι με φάτσες που μόλις θυμόταν, με περίεργα

μάτια συναγμένοι τον κοίταζαν.

 

Που πάγαινε καμιά φορά στον έρωτα, βρισκόταν αν-

τιμέτωπος με κείνες τις μαινάδες, ανεβαίνανε κοπάδι

απ' το γιαλό, τον κυνήγαγαν ως πάνω στο λόφο.

 

Δρασκέλιζε ξέρες και αμμότοπους, σακατεμένος δίψα-

γε, έπινε από σκοτεινές πηγές.

 

Συνέχεια βούλιαζε κι ανέβαινε

 

στον ίδιο λάκκο.

 

Δεν κάτεχε άλλη δύναμη,

 

μονάχα τα χαρτιά του βασανίζοντας, ένα σωρό σβη-

σίματα, το βράδυ ανάστατος, όταν ο κόσμος παρα-

σταίνεται με πρόσωπα νεκρών.

 

Μια μέρα είδε ένα χέρι με σπασμένα δάχτυλα, μια

μέρα ο φοβερός αέρας.

 

Τα χρόνια με τα χρόνια αβάσταχτα. Κι οι αιώνες παν-

τού το ίδιο σκοτάδι.

 

Μετρώντας πόσος θάνατος του περίσσευε και πριν και

μετά από κάθε ποίημα.

 

'Εφραζε με παλιές εφημερίδες το κορμί, να μην περ-

νάνε απ' τις χαραματιές τα νερά και το κρύο.

 

'Υστερα εκείνη η θάλασσα, στον Αγιαντρέα χαράματα,

κι ό,τι στον ίσκιο της καραδοκώντας,

 

ένα άγριο φως στην όψη του, καθώς ανέβαινε το δρόμο

στον αιθέρα,

 

ένοικος τώρα του παντοτεινού,

 

κεκυρωμένος.

 

 

 

 

Πιθανές προσθήκες στο ποίημα

ΠΕΡΙΠΟΥ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

Στις όχτες του ποταμού που εφύσαγε κι οι πέτρες

ήτανε δίχως χαρά, μ' ένα κρύο, αδέκαστο φως.

 

Κυρίες φιλοθεάμονες τον τριγύριζαν, στρογγυλές, α-

βυσσόκολπες, με μυζητήρες και άλλα σύνεργα, προ-

σφέροντάς του υγρασίες, δήθεν μυστήρια, άλλες ερη-

μώσεις, εξαιτίας το καλοφτιαγμένο κορμί, το απερί-

γραπτο πρόσωπο με τα πολλά καρφιά.

 

Στο βάθος στα μάτια του είχε ακόμα ένα μάτι, που

κοίταγε προς τα μέσα, εκεί καρφωμένο, ποτέ νυσταγ-

μένο.

 

Ακούγοντας ένα απομεσήμερο κάτι φωνές απόξω, του

ήρθανε μια σειρά φρικιαστικές αναμνήσεις, περίπατοι

από τα παγερά παιδικά του χρόνια, θερισμένα, φαρ-

μάκι όπως ήταν.

 

Μια μέρα είδε το μούτρο του εντοιχισμένο ανάμεσα

στις πέτρες του σπιτιού. 'Εχω πεθάνει, θα πεθάνω,

συλλογίστηκε.

 

Μα τι θα πει κεκυρωμένος;