Γλυκύτατη φωνή βγάν' η κιθάρα, και σε τούτη την άφραστη αρμονία της καρδιάς μου αποκρίνεται η λαχτάρα. Γλυκέ φίλε, είσαι συ, που με τη θεία έκσταση του Οσσιάνου, εις τ' ακρογιάλι, της νυχτός εμψυχείς την ησυχία. Κάθισε για να πούμε ύμνον στα κάλλη της Σελήνης. αυτήν εσυνηθούσε ο τυφλός ποιητής συχνά να ψάλλει. Μου φαίνεται τον βλέπω που ακουμβούσε σε μίαν ετιά, και το φεγγάρι ωστόσο στα γένια τα ιερά λαμποκοπούσε. Απ' το Σκοπό, να το, προβαίνει. ω πόσο συ τη νύχτα τερπνά παρηγορίζεις! Ύμνον παθητικό θέ να σου υψώσω, παθητικό σα εσένα, όταν λαμπίζεις στρογγυλό, μεσουράνιο, και το φως σου σε ταφόπετρα ολόασπρη αποκοιμίζεις.