Ωδή στη σελήνη

 Γλυκύτατη φωνή βγάν' η κιθάρα,
και σε τούτη την άφραστη αρμονία
της καρδιάς μου αποκρίνεται η λαχτάρα.
Γλυκέ φίλε, είσαι συ, που με τη θεία
έκσταση του Οσσιάνου, εις τ' ακρογιάλι,
της νυχτός εμψυχείς την ησυχία.
Κάθισε για να πούμε ύμνον στα κάλλη
της Σελήνης. αυτήν εσυνηθούσε
ο τυφλός ποιητής συχνά να ψάλλει.
Μου φαίνεται τον βλέπω που ακουμβούσε
σε μίαν ετιά, και το φεγγάρι ωστόσο
στα γένια τα ιερά λαμποκοπούσε.
Απ' το Σκοπό, να το, προβαίνει. ω πόσο
συ τη νύχτα τερπνά παρηγορίζεις!
Ύμνον παθητικό θέ να σου υψώσω,
παθητικό σα εσένα, όταν λαμπίζεις
στρογγυλό, μεσουράνιο, και το φως σου
σε ταφόπετρα ολόασπρη αποκοιμίζεις.