Διονύσιος Σολωμός

 

Η φαρμακωμένη

 

Τα τραγούδια μου τα ’λεγες όλα

Τούτο μόνο δεν θέλει το πεις,

Τούτο μόνο δεν θέλει τ’ ακούσεις,

Αχ! την πλάκα του τάφου κρατείς.

 

Ω παρθένα! αν ημπόρειαν οι κλάψαις

Πεθαμένου να δώσουν ζωή,

Τόσαις έκαμα κλάψαις για σένα,

Πού θελ’ έχεις την πρώτη πνοή.

 

Συφορά! σε θυμούμ’ εκαθόσουν

Σ’ το πλευρό μου με πρόσωπο αχνό

«Τι έχεις» σου ’πα και συ μ’ αποκρίθης

«Θα πεθάνω, φαρμάκι θα πιω».

 

Με σκληρότατο χέρι το πήρες,

Ωραία κόρη, κι αυτό το κορμί,

Που του έπρεπε φόρεμα γάμου,

Πικρό σάβανο τώρα φορεί.

 

Το κορμί σου εκεί μέσα στον τάφο

Το στολίζει σεμνή παρθενιά,

Του κακού σε αδικούσεν ο κόσμος,

Και σου φώναζε λόγια κακά.

 

Τέτοια λόγια αν ημπόρειες ν’ ακούσεις,

Οχ το στόμα σου τ’ ήθελε βγει;

«Το φαρμάκι που επήρα, και οι πόνοι,

Δεν εστάθηκαν τόσο σκληροί.

 

Κόσμε ψεύτη! ταις κόραις ταις μαύραις

κατατρέχεις όσο ειν’ ζωνταναίς,

Σκληρέ κόσμε! και δεν τους λυπάσαι

Την τιμήν, όταν είναι νεκραίς.

 

Σώπα, σώπα! θυμήσου πως έχεις

Θυγατέρα, γυναίκα, αδελφή,

Σώπα η μαύρη κοιμάται στο μνήμα

και κοιμάται παρθένα σεμνή.

 

Θα ξυπνήσει την ύστερη ημέρα,

Εις τον κόσμον ομπρός να κριθεί,

Και στον Πλάστη κινώντας με σέβας

Τα λευκά της τα χέρια θα πει:

 

«Κοίτα μέσα στα σπλάχνα μου, Πλάστη!

τα φαρμάκωσα αλήθεια η πικρή,

και μου βγήκε οχ το νου μου, Πατέρα

Που πλασμένα μου τα ’χες Εσύ.

 

Όμως κοίτα στα σπλάχνα μου μέσα,

Που το κρίμα τους κλαίνε, και πες,

Πες του κόσμου, που φώναξε τόσα,

Εδώ μέσα αν είν’ άλλες πληγαις»

 

Τέτοια ομπρός εις τον Πλάστη κινώντας

Τα λευκά της τα χέρια θα πει.

«Σώπα, κόσμε! κοιμάται στο μνήμα,

και κοιμάται παρθένα σεμνή».