Η παπαδιά Η κυρά ενός παπά ένα διάκο αγαπά και πολύ μ' αυτόν τα έχει... και ο άντρας της κοιτά τα πολλά της χωρατά και για τούτον πέρα βρέχει. Επερνούσαν μια χαρά έως ότου μια φορά έγινε παπάς βαρβάτος και ο διάκος, ο αφράτος Κι ο παπάς της ο φτωχός διόλου δεν εφθόνησε, και ο ίδιος μοναχός τον εχειροτόνησε. Τίγκι, τουγκ!... μεγάλη σχόλη. "Αξιος !" φωνάζουν όλοι νέοι, γέροι και παιδιά. Μα με όλο της το νάζι "Υπεράξιος !" φωνάζει τρεις φορές κι η παπαδιά.