ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ
«ΠΥΚΝΟ ΤΩΡΑ»
ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ 1999



Π Ο Υ Λ Ι


'Ασπρα χώματα με τυλίγουν
σάβανο αμμώδες
θαύμα εν κρυπτώ
περιούσιο εκείνο που συντηρούν τα μάτια 
που νεκρά 	ναι 
ναι   κρά 	ζουν
με τον τρόπο που
ένας έρωτας γνωρίζει μόνο

- χάθηκες και 
μονάχος ένας ήλιος με φέγγει - 

με τον τρόπο που
ένας έρωτας γνωρίζει μόνο°
έρωτας κατάφωτος
όχι λάμπα, ούτε καθρέφτης
όχι πλάγιο φως, ούτε τζάμι 
κι αντανάκλαση
 
πως να βρω τη λέξη
που τόση άμμος πάνω της βαραίνει ;

Aν είσαι ήλιος  
ναι
ένα μεσημέρι πέρασε
αν είσαι ήλιος 
ναι

ένα μεσημέρι 
πως
σε προδίδει ψιθυριστή η φωνή σου
ένα μεσημέρι 
πως πέρασες ανάποδα το δρόμο

Aν είσαι πάλι ένα πουλί 

σε καρνάγια παλιά 
με χρώμα κόκκινο και μπλε και κολλημένα πάνω σου 
	χαρτιά μ` ονόματα
αν είσαι ένα πουλί με άμμο τυλιγμένο





θα σε δω στον ουρανό
θα αναπνέω γαλάζιο σου το όνομα
θα φιλώ το στόμα σου το εξαίσιο°

θα εκσπώ

'Εντρομη το βράδυ θα κρατώ τα σεντόνια με μανία
μη μου φύγουν άγνωστοι
οι άντρες που στον ύπνο μ` αγκαλιάζουν
και με φιλούν παντού 
κι εγώ
με αιδημοσύνη πως τους δίνομαι 
με την τελευταία της νύχτας την σταγόνα στυφή στο 
	στόμα
ν` αποστρέφω απόγνωση αστραφτερού ενός πόνου°

θα εκσπώ

Μονάχο πουλί 
τυλιγμένο στα σεντόνια
μόνο 
άρρωστο
- ποιο ατύχημα ;

θα σφουγγίζω με τα βλέφαρα το πάτωμα
και θα τ' αγκαλιάζω
φτωχό πουλί
με τα δύο μου χέρια
με τα δύο 
μόνα 
χέρια μου



Γ Λ Ω Σ Σ Α Ο Ρ Υ Κ Τ Η

I

Οι πεθαμένοι δεν είναι πια μόνοι

Ου χωρίζομαι υμών
Εγώ ειμί μεθ` υμών
και ουδείς καθ` υμών

Στο πρόσωπό μου αιφνίδια ρυτίδα
η απαστράπτουσα έρημος
μιλώ κι οι λέξεις με προεκτείνουν 
σκορπίζουν την άμμο της ζωής
με μεταφέρουν καθώς εξισώνομαι 
με τη φύση 
και με τη ρίζα μου ως ένα φύομαι


		και λέω

II
		
Τα σώματά μας μηχανισμοί και αλληγορίες
στίχοι και σπόνδυλοι αρθρωτοί
μάζες αίματος συμπυκνωμένου 
και ρείθρα απ` όπου κυλούν οι εποχές

Τα κορίτσια μας μαθαίνουν μέσα από τις απολήξεις 
	μας
καθώς  τεντωνόμαστε να τα φτάσουμε
και να τα ζωγραφίσουμε στου κρεβατιού τον ιδρωμένο 
	αέρα
με παλμικές κυρτές κινήσεις

		και λες

ΙΙΙ

Τα μεγάλα πράγματα λέγονται με μικρές λιγνές 
	κουβέντες
καθώς και με κοφτές ανάσες
κι απόλυτη, άρρητη σιωπή


τα αδέρφια μας η άλλη  πιθανότητα
η πλάγια οδός που βγαίνει στην ίδια πλατεία

Ευτυχία μου λες είναι η επιείκεια που δείχνει ο χρόνος 
καθώς	τυλίγεται αρμονικά γύρω απ' τη ζωή 

		και λέω

IV

'Ενα - ένα χάνω τα κομμάτια, 
αριθμώ τα που φεύγουν
με τα χέρια μου στα περιορισμένα δάχτυλα
ένα - δύο
αριθμώ πάνω τους την σιωπή 
στα σέπαλα, στους στήμονες 
και πάνω στα δάχτυλα
εκεί που φύεται ο χρόνος
με τα μάτια του στεγνά
ολόστεγνα
όπως σχηματίστηκαν
με την ακρίβεια που έχει η εξέλιξη όταν συντελείται
με την αρμονία που έχει η φύση όταν αναδιπλώνεται 
φτιάχνοντας κύκλους, ελλείψεις, στερεά ιδανικά
για να` ρθουν ύστερα οι μαθηματικοί να περιγράψουν
όσο η λάβα υπόγεια, κοχλάζει απειροκρύσταλλη

		και λες

V

Σίγουρα η οδός είναι απ` τη στενή την πύλη
να νιώθεις τους αγκώνες να τρίβονται στης πορτοσιάς 
	το ξύλο
για να ανοίξουν ύστερα
αρθρώσεις του ανοιχτού χώρου ορατές τοις πάσι
δες τις σε αγκαλιά πως αποδίδουν τη μηχανική τους 
	τρυφερότητα

		και λέω







VI

Της πρώτης ζωής η περιπλάνηση μας κούρασε
στη δεύτερη οι σκιές των περασμένων έριχναν 
τεράστιο στις κινήσεις των προσώπων έναν 
	όγκο τέλους

Ήμουν μαζί σας 
στην οθόνη 
με τους συναδέλφους

ήμουν εκεί κι εξηγούσα ανυπόμονα
κι από τα μανίκια του πουκάμισου
έτρεχε με καλπασμό ιδιόρρυθμο το μέσα ζώο

		και λες

VIΙ

Μέρες, μήνες, ένα μάτι
περιφέρεται, ταξιδεύει
πριν, τώρα , μετά 
πόσο διάστημα τότε
πόσο τώρα
τι χρωστά
πότε επιστρέφει
είναι δικό μου ;

Μπαίνει ο χρόνος στο όχημα το ηλιοκίνητο
ξεκινά
νέες ώρες εγκαινιάζονται

		και λέω

VIII


Σταγόνες χαράς θερμές 
και σκληρές μαζί στην απουσία

στων σημάτων σου την ευλυγισία πως ναρκώνομαι
από τον όγκο σου τον φυσικό όταν τον χειρίζεσαι
με την αρμονία εκείνου 
που τα πάντα αγνοεί
που τα πάντα γνωρίζει


ακυρωμένος σ` ακολουθώ στο ίδιο θαύμα το αέναο
στις συχνότητές σου τις ακόμα άγνωστες
στην αμυχή σου που σοφά επιδεικνύεις 
καλώντας με

Σε σκέφτομαι πως ήσουν τότε
όταν έμαθες για τη δύναμη που έχει το νερό
να στερεί το χρόνο
να τον σκεπάζει
σαν τάφος κυκλικός 
τυφλός να συνεχίζει την ομόκεντρη δίνη

πως τότε

εικόνα βυζαντινή σε βυθό ποντισμένη
φαγωμένη απ` τον καιρό
με φύκια στην κορνίζα κολλημένα
με γλάρους να βουτάνε ως το πυθμένα
ως τα μάτια τα ακίνητα και το ωχρό το πρόσωπο
με γυαλάδα απ` το φεγγάρι καθώς συλλαβίζει
τα δύο μαζί σημάδια ισοδύναμα
πρόσωπο κι αστέρι

πως τώρα 

μικρές σου μνήμες συντηρημένες
ν` αντλείς τη δύναμη
ν` αναπτυχθείς μέσα από το κέλυφος το σκούρο
με την πηχτή σου διάχυση
νεοσύλλεκτη στης μέσα ζωής το στράτευμα
ώσπου να μάθεις πως

Για όσα πέρασαν 
αρκεί ένα παράθυρο κλειστό
κι ένα σημάδι κάτω δεξιά στο ύψος του λαιμού
κι αυτό σβησμένο




Α Κ Μ Η

Απαλλάσσομαι από το στίχο
σαν από απόστημα ώριμο
πιέζω της λέξης τους πρόποδες
και το ποίημα εκτινάσσεται
συσσωρευμένο υγρό μικρόβιο στο μολυσμένο αέρα



Ο Ξ Υ Γ Ο Ν Ο

Η κακοφωνία του σώματος είναι η ανάσα 
ο a capella θόρυβος του εγώ
έτσι καθώς επανέρχεται
στης εκπνοής το άκομψο σύριγμα 
με του κρανίου τη διαρκή συναλλαγή 
στο αέναο ρούφηγμα του αέρα
στην απληστία της εισπνοής
και στο -  κι` άλλο, κι` άλλο -  των πνευμόνων



Δ Ι Σ Λ Α Ι Ξ Υ Α

	πράττω : η δυσλεξία του θέλω

Είναι αυτή η δυσλεξία
που με κάνει
με λόγια παραμορφωμένα
απ' τη θολή υποψία
να προστρέχω εντός μου 
με την αμφιβολία να μη διαλύεται
με μια προαίσθηση
παράξενη
να με φοβίζει

πώς πράττοντας σωστά
τα πάντα γύρω μου λειαίνουν
και στρώνεται επικίνδυνα τριγύρω μου
απαλό της ζωής το υφάδι



Κ Ο Μ Μ Α Τ Ι Α Χ Υ Ρ Ο Σ Τ Α Χ Τ Ι


Περισσότερο 		
απ` όλα πιο πολύ
μόνοι 
μέσα στην περιπλάνηση
στο λευκό 
το χιόνι των φτωχών

	κομμάτι άχυρο σταχτί

Πρόσωπο με πρόσωπο
μόνοι
ανθρώπινα πλάσματα
	με την τραχιά φωνή
	το απαλό το χνούδι
στο χώμα πάνω 

	κομμάτι άχυρο σταχτί

Βαθύτερα στο χρόνο μέσα
στην άγνωστη εκκίνηση
πως τσακίζεται η γλώσσα μας και σπάνε
σε νοήματα οι φθόγγοι

Μάτωσε η φωνή των πουλιών
στο στόμα τους ξεράθηκε

	κομμάτι άχυρο σταχτί

Η προσμονή του έρωτα στ' αναμμένο μάγουλο
το κελάρυσμα της ύλης
το μπλε σημάδι στην πόρτα
κι η απόκρημνη της μνήμης η  χαραματιά

	κομμάτι άχυρο σταχτί

όμορφο και μισητό
	όσο διαρκεί
όμορφο και λατρευτό
	όταν πεθαίνει



Η Λ Ε Π Τ Ο Τ Η Τ Α Τ Ω Ν Α Ν Α Μ Ν Η Σ Ε Ω Ν

Αυτό το σπίτι 
μιας ερημιάς χειμωνιάτικης στολίδι
που το σηκώνει ένας αέρας κατοικίδιος
κι αλλάζει η όψη του αυτάρεσκα
από ευθεία σε καμπύλη
σπίτι της αιώνιας εξοχής
μνήμη σκοτεινή μιας αγαθότητας περασμένης
πλησιάζω και στη γλώσσα μου συμβαίνει
η λέξη ανησυχία°
μέσα σ' αυτοκίνητο ανοιχτό
με σήμα έναν ελέφαντα στο ένα πόδι σηκωμένο
μετά την αυλόπορτα 
ο σκούρος όγκος
περιτύλιγμα αχνό στον πυρωμένο ήλιο
μακριά από τη νοητή γραμμή της εισόδου° να προλάβω

	πως γεμίζει
	με Νέα Σελήνη
	Σπίτι μεγάλο ανεξάντλητο
	
	κι` αχανές μαύρο πηγάδι θυμάται
	να θεριεύουν τα θεμέλια 
	στον πάτο

Σπίτι δίπατο ψηλοτάβανο με σκάλα εσωτερική
με τζάκι και με υπόγειο και μ' αποθήκες 
με παράσπιτα ασβεστοχρισμένα
με κήπο ασύδοτο με βλάστηση ασίγαστη 
με σαύρες δίχως ουρές και χελώνες και χορταρικά 
	κάθε λογής
με μικρά υψώματα για οδομαχίες 
αλλού δέντρα πυκνά αλλού ξέφωτα για την τελική σύρραξη
με κυπαρίσσια σειρά αστάρι στο όριο της ιδιοκτησίας
με τους γείτονες την φαμίλια των αλλοδαπών
τσούρμο ξανθόμαλλα γυμνά παιδάκια με ποτιστήρια
με γλώσσα στρυφνή άσπορη που καλά τότε ήξερα
στα διπλανά σκονισμένα δρομάκια να αμολιούνται
στο λιθόστρωτο με τα ρυάκια και τα σπασμένα 
	παιχνίδια να επιπλέουν
κεριά αναμένα στο μούσκιο να φωτίζουν


	πως χιονίζει
	κι η μεγάλη βοή 
	τα ίχνη σβήνει

	το πρόσωπο του αναδύεται
	κι απλώνει άνεμο
	η λευκότητά του

Σπίτι με γρίλιες σαν μάτια χαραγμένα
σπονδύλους πορτοσιές ξύλινες που τρίζουν
με πολυέλαιο βαρύ απειλητικό να σημαδεύει ίσια τον 
	καναπέ
να χύνει την βασκανία ο Τυανεύς
ν` απλώνεται ως τα μέσα
στα υπνοδωμάτια με τα μυστήρια κι ολόκληρος 
ο χρόνος αριθμοί πελώριοι στα μαξιλάρια 
	κεντημένοι
στο μπουντουάρ με τ' άνοιγμα το τοξωτό και τα βιτρώ 
	τα μπλε και κόκκινα
καθολικά μέσα στη ζεστή ορθοδοξία
να διαθλώνται μηνύματα διπλά όπως 
η αρχιτεκτονική της ζωής της μέσα
η αρχιτεκτονική της έξω ζωής
Να το παιδί° άμυαλο, ασυγκράτητο 
παραπατά° βρίσκει χρυσάφι

	η νύχτα ρηχή
	να υπακούς επιτάσσει
	στο εσώτερο

	το δίπλα σώμα έφυγε
	και τώρα
	μέρα ιδρώτας κι αέρας μελανός 

Σπίτι φεγγοβόλο ατελείωτο
η ετερότητα παντού 
οσμή από τα βάζα, τριγμοί απ' τα καυσόξυλα
ένα πτέρισμα στα δοκάρια της στέγης τα εμφανή
το σαλόνι βασίλειο των συνειρμών 
σημασία έχει πια κάθε ανάσα
η κάθε λεπτή στρώση της ομιλίας
να ειπωθούν τα ξεχασμένα
η ανοιξιάτική βροχή να στάξει στη φυσική της προοπτική
να αποκωδικοποιηθεί το κατέβασμα της σκάλας 
με το χέρι γαντοφορεμένο να χαϊδεύει τα κάγκελα 


	και το λευκό το φόρεμα
το άλλο χέρι ελεύθερο να κρατάει την κασέλα 
	χρυσοστόλιστη
οι δύο κόσμοι αψεγάδιαστοι   
του αέρα και της γης

	ο έξω κόσμος
	ο κατοικίδιος, ο αγριεμένος,  
	κι` ο άλλος ο σπλαχνικός 
	στο ξύλινο μπαούλο τυλιγμένος

	κατεβαίνω και κρατώ
	τα όπλα μου τα αληθινά
	το άλογο μου τρέμει 

Σπίτι σκιά ασήκωτη 
συστήνεται με λεπτότητα 
με υπόκλιση και λεπτά ακροδάχτυλα
η εικόνα οικεία στο άνοιγμα της ντουλάπας
σειρά βαζάκια μαρμελάδας ανοιχτά 
με τα παχύρρευστα τα έτοιμα τα χείλη
κάτω το καλάθι με τα περιοδικά και τα πρώτα κόμικς
ναοί στην Κεντρική Αμερική, υδροπλάνα, 
	διαστημόπλοια και καταρράχτες
να με πόση σαφήνεια το πριν γνωρίζει
τους λατρεμένους ψιθύρους που έχει προσεκτικά 
	δεσμεύσει°
πως να θυμηθούμε την αρχή των ονείρων μας 
να καλέσουμε τους ουσιώδεις μάρτυρες  με τα 
	ελαφρυντικά 
να πέσουν ακτίνες χρυσές στο παρελθόν 
οι προοπτικές για την ενότητα του τώρα 

	πως να εξηγήσω...
	άρρητη ίρις μυριστική
	απόγευμα ο γάμος

	στο πρόσωπο
	τον χάραξε 
	καταιγίδα μιά τελετή

Σπίτι αυταπάτη σώμα ανάγλυφο  
η επιθυμία έρπει αβοήθητη κάτω από τα βαριά χαλιά
πλεγμένη δαχτυλίδι στα κρόσσια
στα χείλη του πορτρέτου στην είσοδο
μικρή ουλή στο σαρκώδες
πιτσίλισε αίμα το έγγραφο κάτω από την υπογραφή
και πολλαπλασιάστηκε η εγκυρότητα στο διάφανο χαρτί°
η μνήμη μια μάζα σπογγώδης που απορροφά 
	όλα τα πράγματα 
τα ανεκπλήρωτα, τα διαψευσμένα, τα διαφεύγοντα
και ξετυλίγει ένα «είμαι» πτυχωτό  
με υφάσματα ακριβά και με μυρωδικά της λύπης φιλντισένια
όπως σφραγισμένο πρόσφορο στου δωματίου το μέσο
διαλυμένο σε φως αδυσώπητο από τη στέγη της σελήνης
να κεντά στις φλέβες μου μικρό ένα μέλλον

	μόνος όταν γεννήθηκε
	πλάσμα ισάξιο προσδιορισμένο
	σήκωσε το χέρι

	πρώτη κίνηση
	αραιό τώρα
	που πυκνώνει



Η Ε Σ Χ Α Τ Η Ρ Ω Σ Ι Κ Η Κ Ο Υ Κ Λ Α

Σ' αίθουσα χορού, με σκηνικό μπαρόκ
με πορφυρά, με ιώδη, με μπλε βαριά 
με πολυελαίους και κεριά, με ημίφως και διαφάνεια
με καλλιτέχνες, με ζωγράφους, ποιητές
με την ανεξιχνίαστη τη δύναμη που έλκει τις  εγκοπές 
	του χρόνου
κυκλικά όπως παρεισφρύουν 
κι η μιά ζωή στην άλλη εισδύει κι αναστατώνεται,
όπως ένα μαύρο φόρεμα, φευγαλέο, που όμοιο πέπλο 
	ήταν

- ύφασμα αθώο, δε γνώριζα το μηχανισμό 
 μακριά από πτυχές και τσακίσματα η γλώσσα η δική μου -

Διαφορά δεν είχε καμιά από το πιο τυχαίο το βήμα το 
	πρώτο
χνώτο μυριστικό μιας κοινής θερμοκρασίας 
κι ύστερα τα λόγια για των ήχων την δροσιά 
και του έρωτα τις συχνότητες που ξεμακραίνουν

- καλή μοιρασιά από την αρχή και βράδυ δίχως τέλος-

Κάτι σαν το μέρος των πραγμάτων το απλό που όταν 
	προσφωνάται
βερνίκι και γυαλίζει του λόγου τους αρμούς 

Να κρατάω ακόμη στα χέρια μου το βώλο του 
	πένθους του παλιού
να σημαδεύω με τη μπίλια τα μελλούμενα μεγέθη 
αγάλματα μπροστά μου στη σειρά στημένα
να τα τσακίζει η σφαίρα η μαγική 
που αργότερα - ένα μήνα αργότερα - 
κάποιο πρωινό της προσφέρθηκε, πράσινη, 
	ολοστρόγγυλη, τυχαία 

Ζαλιστική πως εξηγούσε
με φόρα από τη μνήμη 
με ανεπαίσθητη από του φυσικού της συστολή 
ως του λαιμού την τρυφερή επίκληση
πως ύστερα έγειρε στα πράσινα και στα ερυθρά 
κι ανοίχτηκε ολόκληρη


με το στόμα χαίουσα πληγή 
γεμάτο απ' τα αντισώματα του πάθους ως τα 
	χαράματα. 

Ωριμάζοντας, μεγαλώνοντας η κάθε χειρονομία μέσα 
	στην άλλη 
με προσοχή από ένστικτο και όχι από φόβο
- όπως το σημείωμα συμπυκνωμένα ανέφερε   
για τη συνήθεια και τη συγκατάβαση 
κι εννοούσε το δοχείο της εκτόνωσης και το χώρο τον άγνωρο - 

Αργότερα της επανάληψης η διάψευση 
και του καθενός οι ουσίες χρόνια φυλαγμένες
εκεί βαθιά, στο λαβύρινθο μέσα
εκεί που οι μνήμες η μιά την άλλη επικαλύπτουν
κι ανοίγουν μια - μια οι πτυχές του χαρακτήρα
ως την τελευταία
την έσχατη ρώσικη κούκλα
όπου ξαπλώνει νωχελικά
αγαπημένος των Θεών
ο ερεθισμένος χρόνος



Θ Υ Μ H Σ Ο Υ Μ Ο Ρ Φ Η

'Ο,τι έσβησε ξαναφωτίζει
αφυπνισμένο
ο ήλιος το ανασταίνει

Θυμήσου

Από το βράχο γλιστρώντας
γραπώνεται η λέξη
σ' ένα σώμα που επιπλέει

Θυμήσου μορφή

Χρόνια πιστή 
καρδιά του καρχαρία
στο μάτι το αίμα σφηνωμένο

Θυμήσου μορφή, θυμήσου

Από στήμονα σε στήμονα
μεταφέρει η ανθοφορία 
ελαφριά τη βέρα της ψυχής 

Θυμήσου μορφή, θυμήσου κι εμπιστεύσου

Όπως η λάμψη του ψαριού που καμακώνεται
στο χιτώνα τον πιο βαθύ
εκεί που η όραση ακόμα αναπνέει

Θυμήσου μορφή, θυμήσου

Aλλάζει κατεύθυνση ο ουρανός
μικρά κομμάτια πάγου
μέσα βουίζουν τα μαύρα τα έντομα του ύπνου

Θυμήσου μορφή

Σ' ένα σώμα απέναντι
βάσταξε μορφή τη μνήμη
κι όταν ακόμα η μνήμη έχει χαθεί

Θυμήσου