ΠΑΛΙΕΣ ΤΡΕΛΛΕΣ  

Ήμην τότε είκοσι χρόνων.
  Την καλήν ηλικίαν, όπου ακούει κανείς περισσότερον την καρδιά από τον νουν
και όπου μπορεί να κάμνη πολλά πράγματα, τα οποία δεν ημπορεί αργότερα πια
να κάμνη.
Άλλ ας είναι!
Είμεθα λοιπόν με τα θωρηκτά από ενός περίπου μηνός εις τον μυχόν κάποιου
γαλανού ελληνικού κόλπου, όπου ένα μήνα οι βαθυγάλαζες μπελλαμάνες των
ναυτών μας είχαν σκορπίσει την κίνησιν και την ζωήν.
Όσον από διασκεδάσεις, είναι αλήθεια δεν ημπορούσαμε να ειπούμε ότι είχαμε
κακοσυνηθίσει, διότι εκτός από το εσπερινόν όργωμα εμπρός εις το
ζαχαροπλαστείον της προκυμαίας και μερικούς εξοχικούς περιπάτους εις τα
περίχωρα, τίποτε άλλο δεν επλούτιζε το καθημερινό πρόγραμμά μας.
Και η μόνη όασις εις την έρημον ήτο μικρός κύκλος κυριών μετρούμενος εις
τα δάκτυλα και αυτός εις των οποίων τα σπίτια εμαζευόμεθα πότε και πότε.
Μεταξύ αυτών διέπρεπε μία διαβολεμένη γαλανή, κομψούλα και τετραπέρατη, με
μίαν φλέβα ξενικού αίματος, το οποίον προσέθετε κάποιον παράδοξον θέλγητρον
εις τους σκοτεινούς μενεξέδες των ματιών της, τετραπέρατη, πολύ ανεπτυγμένη,
ιδανική ακόμη καμμίαν φοράν, αν θέλετε, φαντασιοκόπος, ιδιότροπη σωστή
γυναίκα τέλος.
Και όπως φυσικόν, από την πρώτην στιγμήν ό,τι εκλεκτόν είχεν η Μοίρα την
περιστοίχισε.  Οι κομψότεροι και κοσμικότεροι αξιωματικοί απετέλεσαν τον
κύκλον της και διεφιλονίκησαν την εύνοιάν της.
Εγώ διάβολε!  Τι τα θέλετε  Έτυχε να πάγω μαζί μ αυτούς και εγώ
Επειδή όμως το «Γνώθι σαυτόν» δεν υπήρξε ποτέ το μεγαλύτερον ελάττωμά μου,
και επειδή έκρινα ότι μέσα εις τόσους άλλους την μικρότεραν ελπίδα επιτυχίας
θα είχα πάντως εγώ, εθεώρησα περιττόν ν αυξήσω κατά ένα αριθμόν των θυμάτων
της
Ήτο τόσον φυσικόν!..
Και ευτυχώς είχα πάντοτε αυτόν τον μικρόν εγωϊσμόν εγωϊσμόν ή
υπερηφάνειαν, όπως θέλετε ο οποίος ομολογουμένως μ έσωσε από πολλάς
ταπεινώσεις εις την ζωήν μου.
Και ήμην μεν πάντοτε μαζί, εις τους περιπάτους, εις τας εκδρομάς, εις την
βραδυνήν συνάθροισιν του ζαχαροπλαστείου της παραλίας, πάντοτε όμως όχι εις
την πρώτην γραμμήν, κατ επιφάνειαν εντελώς αδιάφορος, μη αναμιγνυόμενος
ποτέ εις τον συναγωνισμόν των κορτολογημάτων, των εκδηλώσεων και των
περιποιήσεων των άλλων.
***
Εν τούτοις περίεργον!
Ακριβώς αυτή η αδιαφορία, αυτή η έλλειψις κάθε προσοχής, εν αντιθέσει των
άλλων κυττάξετε τι είναι η γυναίκα! επείσμωσε την καλή μας.
Πώς λοιπόν;  Μέσα εις όλους ευρίσκετο και κάποιος εις τον οποίον δεν έκαμνε
εντύπωσιν;  Δια τον οποίον η γοητεία της επήγαινεν επί ματαίω;
Αυτό διά την φιλαρέσκειαν της ήτο ανυπόφορον.
Τώρα ίσως εάν επρόκειτο περί κανενός οποιουδήποτε, ούτε καν θα τον ελάμβανεν
υπόψιν, υποθέτουσα ότι θα ήτο κανείς από τους αισθανομένους ολιγώτερον το
καλόν και τους οποίους μία γυναίκα όπως αυτή ελάχιστα προσέχει.  Αλλά επειδή
τέλος πάντων έτυχε να έχη κάποιαν ιδέαν ότι, αν όλα μου έλειπαν, απ αυτό
τουλάχιστον δόξα τω Θεώ δεν εστερούμην, εξανέστη, εκεντήθη και
επείσμωσε.
Α!  Έτσι είσαι;  είπε μέσα της.  Στάσου λοιπόν!  Θα σου δείξω εγώ!
Και
Αι!  μη νομίζετε τώρα ότι άρχισε να τρέχη πίσω μου!  Όχι δα!  Όση και αν ήτο
η δυσαρέσκειά της δεν θα έφθανε ποτέ έως εκεί
Απλώς μόνον άρχισε να με καταδιώκη με την έχθραν της και τα πειράγματά της.
Ήμην εις δυσμένειαν και δεν άργησα να το εννοήσω.
Κάθε ομιλία μου έδιδε σύνθημα πολέμου συστηματικού, κάθε γνώμη μου εύρισκε
αμείλικτον αντίρρησιν, κάθε λέξις μου διεστρέφετο και παρενοείτο
Ήτο πόλεμος κηρυγμένος, αληθινός και αδιάλλακτος.

Εις τας αρχάς ομολογώ ότι ηύρα το πράγμα περίεργον.  Δεν επέρασε όμως πολύς
καιρός και εννόησα.  Τότε εγέλασα και εις όλην την υπόθεσιν αυτήν αντέταξα
την γρανιτικοτέραν ψυχραιμίαν.
Εις ό,τι έλεγε, την εκύτταζα απλώς με χαμόγελον ανθρώπου υπερτέρου των
πειραγμάτων της, ή εγελούσα σαν να διεσκέδαζε με τας ανοησίας κακομαθημένου
παιδιού.
Και αυτό εννοούσα ότι την εθύμωνε περισσότερον από κάθε δυσαρέσκειαν ή
απάντησιν, την έκαμνε σχεδόν να με μισήση.
Ο καιρός εν τούτοις επερνούσε.  Είμεθα σχεδόν εις τας παραμονάς της
αναχωρήσεως.
Όσοι είχαν λόγους να λυπούνται γι αυτήν, ήσαν εις τις μελαγχολίες των, όσοι
είχαν βαρυνθή, εις τις χαρές των.  Και μεταξύ των δευτέρων τούτων ήμην και
εγώ.
Τόσον καλά είχα οχυρωθεί εις τον χαρακτήρα που έπαιζα, ώστε σιγά-σιγά τον
είχα ενσαρκωθή, και τώρα η ωραία μας με όλα τα θέλγητρα και όλην την
γοητείαν των μενεξεδοχρώμων ματιών της δεν μου έκαμνε καμμίαν πια εντύπωσιν!
Εκείνο το βράδυ εκαθήμεθα, όπως συνήθως, εις την τακτικήν θέσι μας του
ζαχαροπλαστείου, με το τραπεζάκι γεμάτο ποτήρια και πιατάκια παγωτών, ενώ
δίπλα επάφλαζε εις τα κράσπεδα της προκυμαίας η θάλασσα, και μακρυά εις το
βάθος έλαμπαν τα φώτα των θωρηκτών.
Η συνομιλία εξησθένιζε.
Ο καθένας εσυλλογίζετο ό,τι άφηνε ή ό,τι επρόκειτο να εύρη.  Δύο τρεις
προσπάθειαι να ζωηρεύση το πράγμα έμειναν χωρίς αποτέλεσμα.  Και εκείνη
ακόμη εφαίνετο αφηρημένη.
Και έξαφνα κάποιος επρότεινε να πάγωμεν εις το διπλανόν θηριοτροφείον, το
οποίον από δύο ή τριών ημερών εγέμιζε την παραλίαν με τους βρυχηθμούς και τα
ουρλιάσματα των τροφίμων του.
Η πρότασις έγινε προθύμως δεκτή.
Ας επηγαίναμεν να εξυπνούσαμε λιγάκι
Άμ έπος άμ έργον λοιπόν!
Μετ ολίγον εμβαίνομεν όλοι μέσα εις την μάνδρα, όπου παρετάσσοντο τα
κλουβιά των θηρίων.
Βαρεία και δυσάρεστος αποφορά ωμών κρεάτων και ζώου εγέμιζε τον αέρα.
Εις το πρώτον κλουβί, μία ωραία ραβδωτή τίγρις ανεδεύετο με ευλυγισίαν γάτας
δεξιά και αριστερά ανασηκωνομένη εις τα σιδερένια κάγκελλα σαν να εζητούσε
μέρος να διαφύγει και χύνουσα από καιρού εις καιρόν βραχνόν βρυχηθμόν από το
κατακόκκινον βάραθρον του στόματός της, ένα φοβερόν βάραθρον με κατάλευκα
δόντια φόνου και αρπαγής.
Παρέκει μεγάλη λευκή αρκούδα ανεκινείτο βαρειά εις τα εμπρόσθια πόδια της,
σαν να εζύμωνε σκύπουσα υπούλως το κεφάλι εις το πάτωμα με πλάγιες ματιές
δεξιά και αριστερά.
Η ύαινα εις το διπλανό κλουβί άφηνε την πένθιμην ωρυγήν της δαγκάνουσα τα
κάγκελλα και περιστρέφουσα εις τους θεατάς τα πρασινογάλαζα απεχθή μάτια
της, που εφαίνετο σαν τυφλά και όπου επερνούσαν λάμψεις φωσφορικαί αναμμένου
θείου.
Και τέλος, εις την μέσην όλων, ένας μεγαλοπρεπής λέων, άναξ των Αφρικανικών
ερήμων, με γιγαντώδες κιτρινωπό κεφάλι και άτακτον χαίτην επηγαινοήρχετο
ανήσυχα μυρίζων δυνατά το δάπεδον.
Κακόμοιρος βασιλεύς κλεισμένος εις χώρον ολίγων μέτρων, αυτός που ήτο
συνηθισμένος να έχη όλην την έρημον ιδικήν του, απόλυτος δεσπότης και
κύριος
Καμμίαν φοράν εβρυχάτο, και τότε φρικίασις διέτρεχε τους θεατάς.  Αι κυρίαι
εκιτρίνιζαν.
Εμπρός εις αυτόν η συνάθροισις ήτο πάντοτε μεγαλυτέρα.
Δίπλα του επεδεικνύετο ο θηριοδαμαστής με το μαστίγιον εις το χέρι.
Ήτο μικρόσωμος Ούγγρος με κολλητά ρούχα και υψηλά υποδήματα, ο οποίος ίσως
από την μακράν αναστροφήν με τα θηρία είχε αποκτήσει και αυτός εις την
μορφήν του κάτι θηριώδες και απαίσιον.
Του απέτεινα τον λόγον, και εκείνος διά να επιδειχθή άρχισε ατελείωτην
φλυαρίαν διά την ζωήν και τας συνηθείας των υποτρόφων του.
Τότε η συνομιλία έλαβε τροπήν γενικωτέραν, και η ωραία μας άρχισε με κάποιον
αισθηματικών οίστρον να διηγήται τας γνωστάς εκείνας ιστορίας ερωτευμένων,
που εμβήκαν εις κλουβιά λεόντων, ένας διά να πάρη το μανδήλι της κυρίας των
λογισμών του, άλλος δια να αποδείξη την αγάπην του κ.λπ.
Δύο τρείς άλλοι ακόμη συνεπλήρωσαν τας ιστορίας αυτάς από την αποθήκην των
γνώσεών των, όταν εκείνη έξαφνα εγύρισε προς εμένα.
- Και εσείς τι φρονείται δι αυτά τα πράγματα;  ηρώτησε με κάποιον ειρωνικόν
τόνον την φωνήν.
Εσήκωσα τους ώμους.
-  Να σας ειπώ κυρία μου!  Απάντησα.  Αφού ζητείτε την γνώμην μου, έχω την
ιδέα ότι αυτά είναι απλώς ζητήματα ατομικού θάρρους.  Ένας άνθρωπος που το
λέγει η καρδιά του, ημπορεί να κάμη αυτό το τόλμημα χωρίς να του στοιχίση
πολύ, ενώ ένας δειλός για όλες τις γυναίκες και για όλους τους ρωμαντισμούς
του κόσμου, δεν θα ημπορέσει μα το τολμήση ποτέ  Και τούτο απλούστατα διότι
είναι αδύνατον, διότι είναι μεγαλύτερον από τας δυνάμεις του, ενώ ο άλλος
κάμνει χωρίς μεγάλην προσπάθεια.
-  Ώστε κατά την γνώμην σας, είπε, όλα αυτά τα παραδείγματα δεν έχουν
καμμίαν αξίαν;
-  Με συγχωρείτε!  Δεν είναι αυτό, απήντησα και πάλιν, το θάρρος έχει
πάντοτε την αξίαν του  Λέγω μόνον ότι ένας δειλός δεν θα ημπορέση ποτέ να
τολμήση
Ό,τι έλεγα ήτο απλούστατον και λογικώτατον, εκείνην όμως εθεώρησεν ότι
επρόσβαλα τα ιδανικά της.
Εστράφηκε λοιπόν προς τους άλλους.
-  Εκείνοι που δεν έχουν την δύναμιν δια μεγάλα πράγματα, είπε, προσπαθούν
να κατεβάζουν την αξία των έως το επίπεδόν των
Εσήκωσα τους ώμους.
Αυτήν την φοράν όμως το πείραγμα ήταν μεγαλύτερον, εμπρός μάλιστα εις τόσον
κόσμον.  Εν τούτοις επροσπάθησα να χαμογελάσω και να δείξω ότι δεν επρόσεξα.
Ο Ούγγρος όμως που επέρασε την στιγμήν αυτήν απ εμπρός, μεθ ΄όλον το
ανόητον του να φανώ ότι έπαιρνα το πείραγμά της υπό σοβαράν έποψιν, μου
έδωσε μίαν περίεργην ιδέαν, η οποία εν τούτοις ήτο πείσμα βέβαια μάλλον παρά
σκέψις λογική.
Τον ηκολούθησα έως το μικρόν υπόστεγον της μάνδρας και τον επλησίασα.
-  Για να σου ειπώ ηρώτησα, ημπορεί κανείς να μπη εις το κλουβί του
λέοντος;
-  Ποιός φέλει να μπαίνει; είπεν εκείνος με τα αστεία γερμανοελληνικά του
και σηκώνων εις εμέ τα ξεπλυμένα μάτια του.
-  Εγώ!  Είπα με απόφασιν.
-  Χμ!  Άμα του ειπώ εγώ πως τα μπαίνει μπορεί να μπαίνη μαζί μου.  Άφηνε να
κάνωμε ρεκλάμα να κολλήση προγκράμματα.
-  Όχι όχι! αν θέλεις τώρα είπα, αυτήν την στιγμή
Εκείνος εσσυλογίσθηκε λιγάκι.
Φυσικά το πράγμα, όπως αυτός έλεγε, του εφαίνετο συμφερώτερον, εσκέφθη όμως
ότι και έτσι δεν ήτο μικρή ρεκλάμα δια το κατάστημά του.
Λοιπόν απεφάσισε.
-  Να λέγει εμπρός σε δύο μάρτυρες πως φέλει μόνο σου να μπαίνη
-  Έχει χάζι να νομίζεις ότι μπορούσες να μ έμπαζες μέσα με το στανιό
Εγέλασα.  Όμως αφού το θέλεις μάλιστα1  Να λέγκη λοιπόν πως φέλει να
μπαίνη
Εντός ολίγου η διατύπωσις και μία πρόχειρος διδασκαλία περί του πως έπρεπε
εν ανάγκη να φερθώ ετελείωσαν, και επεράσαμεν εις το διάζωμα, εμπρός εις τον
κύκλον των περιέργων.
Το κλουβί του λέοντος ήτο κιγκλιδωτόν μακρυνάρι χωριζόμενον από κινητόν
διάφραγμα εις δύο διαμερίσματα, εκ των οποίων το δεύτερον, έχον και μικράν
συρτήν θύραν, εχρησίμευε δια την είσοδον και την έξοδον του θηριοδαμαστού.
Εκείνος έρριξε τότε με απότομον κίνησιν το διάφραγμα και ετράβηξε την
καγκελλωτήν θύραν.  Έπειτα ανέβηκε και μου έδωσε το χέρι.
Δια μιας τότε σιωπή περίεργη εχύθηκε εις το ακροατήριον.
Έπιασα τα σίδερα και ανέβηκα.
Μόλις εμβήκα στο κλουβί, η σιδερένια θύρα εκλείσθηκε πάλιν με σκουριασμένον
τρίξιμον.
Το τρίξιμον αυτό έκαμε - το ενθυμούμαι ακόμη περίεργην εντύπωσιν.  Θα
έλεγα ότι αντήχησε μέσα εις το στήθος μου.
Μου εφάνηκε σαν να απεχωριζόμην διά παντός από τον άλλον κόσμον, από το
περιβάλλον μου, από κάθε βοήθειαν ομοίου μου, και ότι κάποια ακαταμάχητος
δύναμις με παρέσυρε ανίκητος, σαν την δύναμιν  του πεπρωμένου.  Εν τούτοις
περίεργον!  Μολονότι την στιγμήν αυτήν είδα καθαρά όλην την σημασίαν της
τρέλλας που έκαμνα, δεν έχασα ούτε γραμμήν από την ψυχραιμίαν μου και
εκύτταξα το θηρίον, το οποίον έβλεπα να κινήται πίσω από το διάφραγμα.

Ο λέων αναδεύετο πάντοτε εδώ κι εκεί με σκυμμένην κεφαλήν εις το στενόν του
χώρισμα, μυρίζων δυνατά τας σανίδας.
Τότε ο θηριοδαμαστής έκαμε σημείον και το σιδερένιο διάφραγμα ετραβήχθη.
Είμεθα μόνοι με το θηρίον.
Τας πρώτας στιγμάς ηθέλησα να ακολουθήσω τας παραγγελίας που μου έδωσεν ο
άνθρωπος με την κολλητήν ενδυμασίαν και εστύλωσα τα βλέμματά μου εις τα
βλέμματα του ζώου, παρακολουθών με επιμονήν τας κινήσεις του.
Έβλεπα ατενώς το χονδρό κιτρινωπό κεφάλι με την ξανθήν χαίτην, το πλατύ
μέτωπον, όπου το τρίχωμα εγίνετο ανοικτότερον, και τους τεντωμένους
μυκτήρας, όπου εφύτρωναν χονδρές τρίχες μουστακιών.
Ήτο πράγματι θηρίον, η άλογος δύναμις που δεν πρέπει να περιμένη κανείς ούτε
ευσπλαγχνίαν ούτε συγχώρησιν, η αντιμετώπισις του αδυνάτου ανθρώπου μ
αυτήν.
Ο λέων εν τω μεταξύ επήγε, ήλθε, αστάθηκε μίαν στιγμήν εμπρός μας, έπειτα
ετανύσθη και άνοιξε το στόμα του, δείχνων κόκκινον βάραθρον με ημικύκλιον
φοβερών δοντιών.
Αλλά ο θηριοδαμαστής ήξευρε ότι δεν έπρεπε να τον αφήση χωρίς να τον
απασχολήση, και το μαστίγιον κατέπεσε και εστρόπιασε τα βασιλικά πλευρά του.
Αυτό μ έκανε να χάσω την δύναμην της πρώτης εντυπώσεως και να ξαναβρώ όλον
το θάρρος μου.  Τότε εγύρισα το βλέμμα εις τον κόσμον.
Εις το πύκνωμα των κεφαλιών που εσυγχίζετο μέσα εις το σκότος, την διέκρινα
τότε ορθήν εμπρός-εμπρός, εις την πρώτην γραμμήν, χλωμήν σαν την λευκήν
δαντέλλα του λαιμού της.
Πόσον μεγάλα πόσον μεγάλα μου εφάνηκαν εκείνην την στιγμήν τα μάτια της!
Τότε εσήκωσα ελαφρά το πηλήκιον και με το βλέμμα εις το βλέμμα, κατάμματα,
τηυν εχαιρέτησα.
Αυτή ήτο η απάντησίς μου.
Έξαφνα όμως μια μεγάλη σκύλα επέρασε έξω από το κλουβί, ηδε διπλανή λέαινα,
ποιος ξεύρει γιατί εξαγριωθείσα, ανεπήδησε ορθή και με τα πόδια εις τα
σίδερα των καγκέλλων άφησε ένα θυμωμένον βρυχηθμόν.
Ο σύζυγος τότε, δια να μη φανή ίσως ότι δεν ενδιαφέρεται εις τα αισθήματα
του τρομερού του ημίσεος, ώρμησε και αυτός όρθιος εις τα ιδικά του κάγκελλα,
αφήνων όμοιον βρυχηθμόν που αντήχησε σαν βροντή εις το θηριοτροφείον.
Ο κόσμος ανεταράχθηκε.
Την ίδιαν στιγμήν όμως ο θηριοδαμαστής, προαισθανθείς ίσως κίνδυνον, έρριξε
το διάφραγμα και ευρεθήκαμε χωρισμένοι από τον επικίνδυνον σύντροφόν μας.
Η δοκιμασία ετελείωσε.

Μετ ολίγον η θύρα ανοίγετο και ευρισκόμην πάλιν εις την ασφάλειαν και τον
κύκλον των ομοίων μου.
Τότε, όλοι εκείνοι, που επερίμεναν μίαν στιγμήν να με ιδούν σχισμένον και
κατασπαραγμένον, ώρμησαν επάνω μου με φωνές, άλλοι με συγχαρητήρια, άλλοι με
επιπλήξεις, και νομίζω ότι ακούω ακόμη την νευρικήν φωνήν του καλού μου
φίλου Νατζιάρ, προξένου της Γαλλίας, ο οποίος, αφού πριν έτρεχε από το σπίτι
του να πάτη το πολύκροτόν του, τώρα επανελάμβανε με παραφοράν:
-  Mais cest fou! mais cest fou ce que vous avez fait!
-  Α! ίσως ήτο αλήθεια! δεν λέγω όχι
Όταν όμως είναι κανείς είκοσι ετών, έχει το δικαίωμα να κάμνη και τρέλλες!

Όταν έπειτα από ολίγον κατώρθωσα να ελευθερωθώ, επροχώρησα εις την φίλην
μας, την αιτίαν όλης της ιστορίας.
Ήτο τώρα η στιγμή της ανταποδόσεως.
Όταν όμως επλησίασα και την είδα τόσον χλωμήν, τόσον παραζαλισμένην, με κάτι
σαν πέρασμα αλλοφροσύνης ακόμη εις τα φοβισμένα μάτια της, σχεδόν την
ελυπήθην και την συνεχώρησα.
-  Βλέπετε, λοιπόν, κυρία μου, είπα απλώς, ότι δεν είχατε δίκαιον
-  Τι τρέλλα  Τι τρέλλα συγχωρήστε με για την ανοησίαν μου, επρόφερεν
εκείνη με κομμένην φωνήν.  Είμαι απερίσκεπτη, αλλά δεν ήλπιζα ποτέ δεν
έλεγα πως  Αχ!  Τι τρέλλα, τι τρέλλα
Εσήκωσα τους ώμους.
Τα ωραιότερα πράγματα ίσως τα ονομάζομεν τρέλλαν εις τον κόσμον αυτόν!
Και όταν έπειτα από λιγάκι την αποχαιρετούσα διά το πλοίον, ακόμη υπό την
εντύπωσιν του πράγματος, ολίγον παράμερα από τους άλλους εκράτησε το χέρι
μου.
-  Αύριον, είπε με χαμηλήν φωνήν, θα είμαι εις το σπίτι Θέλετε να πάρετε
το τσάι μαζί μου;  Θα είμαι μόνη
Και εις τα μάτια της, τα άπιστα γαλανά μάτια με το μενεξεδένιο φως, που
τόσον καιρόν κατεχράσθησαν την γοητείαν των, επερνούσε κάτι σαν λάμψις που
έκαμε το αίμα να πνίξη το στήθος μου.
Έσκυψα ευχαριστών, χωρίς θετικήν απάντησιν
Αλλά δεν επήγα!
(Εκλεκτά Μυθιστορήματα, αρ. 11, 1/15/1935)

Άγγελος Τανάγρας (1877-1971)

Είναι γνωστή στο πανελλήνιο η σχέση του με τις μεταφυσικές έρευνες και τις
πνευματικές ενασχολήσεις, που πέρασε ακόμη και σε λαϊκά τραγούδια, ενώ το
συγγραφικό του έργο που τουλάχιστον ποσοτικά δεν είναι ευκαταφρόνητο δεν
αξιώθηκε ανάλογη φήμη.
Εκπρόσωπος της «αμέριμνης λογοτεχνίας» του παλιού καιρού, έγραψε πολλά
βιωματικά πεζογραφήματα με θαλασσινά θέματα αλευμένα από τη θητεία του, ως
γιατρού, στο πολεμικό ναυτικό.
Το διήγημα «παληές τρέλλες» φιλοξενήθηκε στο έντυπο «Εκλεκτά
Μυθιστορήματα», μια έκδοση της εφημερίδας «Ακρόπολη» που αποτέλεσε μια
θαυμάσια προσπάθεια να προσφερθούν υπό μορφήν δώρου, διηγήματα ελληνικά και
της «παγκοσμίου φιλολογίας» (1934-35).
Στοιχεία για τον χαρακτήρα και την ταυτότητα του περιοδικού «Εκλεκτά
Μυθιστορήματα» καταγράφονται στην αξιόλογη εργασία του γιατρού Νίκου
Λογοθέτη, που περιέχεται στις «Επιλογές» (6ο τομίδιο, σελ. 5-28, Αθήνα
1997), έκδοση «ιδίοις αναλώμανσιν» του αθορύβου αυτού ερευνητή.
Γιώργος Ζεβελάκης (διαβάζω 12/97)