Καθότουν ένας γέροντας τυφλός
στην άκρη της αυλής του
κ' έλεγε της ατάραχης νυκτός
τα πάθη της ψυχής του.
Του φεγγαριού η αχτίνα μυστική
εσκέπαζε τη φύση
και σιγά, σαν του γέρου τη φωνή
μουρμούριζε μια βρύση.
Κι εγώ, μέσα στης νιότης τον ανθό
π' έλαμπε η φύση εμπρός μου
την ευτυχία πεθύμησα να βρω
και τες χαρές του κόσμου.