Η ΔΙΑΘΗΚΗ

Οι συγγενείς, αλαλάζοντας,
υπενθύμιζαν τη μνήμη του νεκρού.
Ο ιερέας βυζαντινολογούσε
κάθε τροπάρι και γητειά
τους δαίμονες να διώξει.
Σύντροφοι, φίλοι και γνωστοί,
μοιρολογούσαν κι έβριζαν
του δήμιου τη μάνα.
Για όλους ήταν στήριγμα
οι χάρες κι αρχοντιά του.
Μα έφτασ' η ώρα της σιωπής
μετά σαράντα ημέρες
και σ' ένα συμβολαιογραφικό
γραφείο στοιβαχτήκαν'.
Χέρια ευτραφή χαρτογιακά
το φάκελο ανοίξαν'
κι η πεθυμιά του όριζε
τ' ακίνητα στο κράτος
κι όλα τα γρόσια κι ο χρυσός
να πάν' σε μοναστήρια.
Αυτοστιγμεί συμμάχησαν
στον τάφο του να φτύσουν,
μπας και προλάβουν οι άγγελοι
την κόλαση και χάσει.
Σαν τον καταραστήκανε
αρχίσαν' οι μετρήσεις
ποιου άλλου έπεται σειρά
κι έπεσε τέτοιος πανικός
πρώτος ποιος θα προλάβει
στα χέρια του χαρτογιακά
να πάει η στερνή παραγγελιά
ωσάν του μακαρίτη.