ΠΟΠΟΛΑΡΟΣ ΚΑΙ ΛΑΪΔΑ
Σκληρή βραδιά, κατανυχτική σιωπή,
ο χάρος μαυλίζει ντυμένος ποπολάρος,
ναρκομανείς σπάνιων ονείρων
στα περβάζια ανήλιων παραθύρων
τρυπιούνται με πένες
μπουκωμένες από μελάνι και στόμφο.
'Οπου να 'ναι οι νεκροί επαναστατούν,
σύνθημά τους
σπασμένα εικονοστάσια.
Παρασύνθημα,
η φτήνια μαυσωλείων.
'Ολα έχουν τη χάρη τους,
η άγνοιά μου, ο πόθος μου, η σαρκοφάγος μου.
Αγαπώ ό,τι δεν υπήρξα,
πεθαίνω σ' ό,τι υπήρξα.
Ο χάρος ντυμένος ποπολάρος
και γω Λαϊδα ξακουστή
να του κουνιέμαι προκλητικά
στου δέους τον κοιτώνα.
'Ελα, σε περιμένω
σκληρή, τρυφερή, αλλοπαρμένη,
εγώ,
ιέρεια μ' αρσενική ανατομία.
'Ελα, ποπολάρε, σε προσμένω,
ο φόβος του ημερολογίου πιότερο με τρομάζει.
Τρέξε, πριν τελειώσει το μασκέ
της μοίρας μου το πάρτι.
Εσύ ποπολάρος, εγώ Λαϊδα,
εσύ καθήκον, εγώ λαγνεία,
σε περιμένω.