Η ΠΟΡΤΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
Στου ρόπτρου τ' ακροδάχτυλα
σκληρή σιωπή η σκουριά
πως τούτη η πόρτα πάρηβος
εσκέβρωσε στη λήθη.
Η πόρτα η πολεμίστρα μας
που στον καιρό υποτάχθηκε
σάπια από την πάλη,
χάνεται στο λαβύρινθο
νεοτευχούς βιτρίνας,
Η πόρτα που μας έβγαζε
σε δώματα ονείρων,
η ίδια τώρα φέρετρο
κοιμίζει τα φτερά της.
Την είχε φτιάξει ο παππούς
πράσινη σκαλισμένη,
με δυο μεγάλα αρχικά
και μια χρονολογία,
μα τ' όνειρο της δύσμοιρης
είχε κι αυτό μια λήξη.
Κι εγένετο παραγγελιά
μια νέα εκ σιδήρου,
μα τη γιαλάδα της ποτέ
δεν χάιδεψε κανένας.
Θεέ μου, γιατί πουλήθηκε
η πόρτα της ζωής μας!
Εκείνη ο ολοξύλινη
που ξύπναγε τους πάντες…
Με ένα πιάτο του φακή
την πήρε ο αγιογδύτης.