ΣΥΡΙΓΓΑ ΣΤΡΙΦΝΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ

Μικρός φοβόταν στο σχολειό
του δασκάλου τη βέργα.
Αργότερα, σαν έφηβος,
τα ψεύδη των καθηγητών
περί ενδόξου γένους
κι όταν επήγε στο στρατό,
του λοχαγού τα κάλπικα
χωρίς αχτίδες άστρα.
'Ηλπιζε όμως στη δουλειά
που πέτυχε ως πολίτης
να βρει την ηρεμία του,
το λόγο του ν' αρθρώσει.
Σκληρός ο επικεφαλής,
τα απλωμένα του φτερά
με στόμφο ψαλιδίζει,
μαρκάροντάς του στα γυμνά
αρρωστιάρικα φτερά του
ένα τριψήφιο νούμερο
και τ' όνομα τ' αφέντη.
Σπίτι σαν έφθασε βαρύς
απ' τις πολλές ευθύνες,
χαιρέτησε τη μάνα του
το γιο του, τη γυναίκα
και βύζαξε με θάνατο
τα πιο στριφνά όνειρά του
απ' τη θηλή μιας πλαστικής
για τέτοιες ώρες σύριγγας.