ΣΩΦΡΟΝΙΣΤΗΡΙΟ Ο ΧΡΟΝΟΣ

Η σιδερόφραχτη άνοιξε,
ψιλόβροχο λείαινε στα μάγουλα
τις ακανόνιστες σταγόνες
που ανάβλυζαν
απ' τ' απωθημένα της κόγχης.
Κοίταξε γύρω του
τους επιμελώς ατημέλητους λόγιους
που κατέγραφαν το χρονικό του.
Οδυρμός οι παιδικές χαρές,
τρελάθηκαν οι νάρκισσοι
στους ψεύτες καθρέφτες.
'Ηταν απλό να καταλάβει.
Χρειάστηκε να ρίξει μια ματιά πίσω του…
Σωφρονιστήριο ο χρόνος.
Πρόλαβε λίγο πριν κλείσει η σιδερόφραχτη
να αγκαλιαστεί στοργικά
με τους Προμηθείς που εγκατέλειπε.
Τώρα ήξερε καλά
πως δεν έφταιγε το κελί του,
παρά μόνο η επιβεβλημένη αναχώρηση.