ΤΟY ΜΕΓΑΛΟΥ ΝΤΕΝΤΟY ακόμα η ανάσα υπάρ­χει ανάμεσα μας. Εκείνος φέρνει τη ζωή μας από τα πριν χρόνια, ένας κουβάς που βγάζει το νερό. Τα πίσω χρόνια πολλά, αιώνες. Οι άνθρω­ποι μας στα ίδια χώματα, πάνω με τον ήλιο, με τα σκοτάδια κάτω.

 

Στα χίλια οκτακόσια εξήντα έξι γεννήθηκα. Ντίνης ο πατέρας μου, μητέρα ή Μαρία, από τους Βαλιωζαίους. Τ' αδέρφια μου, με τη σειρά, Αλέξανδρος, Φίλιππας, Σταύρος, όλα μικρότε­ρα μου. Η ζάντρουγκα του σογιού μας έχει σαράντα τέσσερις νοματαίους. Κεφάλια στη ζάντρουγκα ο Νάκης, ο Τάσης, ο Ντίνης ο πατέρας μου και ο Ντημήτρης. Η μάικω μας, ή Μαρία, πρώτη και καλύτερη μεταξύ μας. Άγιος Νικόλας η Σλάβα εικόνα πού μας φυ­λάει.

 

Όταν φέξει, στα μάτια μας η Μπάρα· ο ήλιος θα φανεί όταν σηκωθεί πιο ψηλά από το βουνό κι εκεί, στο ένωμα με τη ράχη του Καρακάμεν, του μεγάλου δάσους, κατεβαίνει το ποτάμι απ' το Βαρτζάρ βουίζοντας.

Πιο γλυκιά ή Δύση με τον τζιαντέ και τα πολλά χωράφια προς την Κατράνιτσα· το ίδιο συμβαίνει και με το άνοιγμα προς Βορράν, προς τ' αμύγδαλα της Περόσας. Ανάμεσα στα σημάδια ο λόφος του Αϊ-Γκιώργκη, με τα βα­κούφια της εκκλησίας και τους νεκρούς - όσους θάψαμε κοντά μας.

Εδώ το χωριό μας, Γραμματίκοβο, από τα παλιά· εδώ γεννήθηκα, εδώ μεγάλωσα. Στις αυλές τα παιδικά μου χρόνια και οι χαρές, το πολύ πολύ να παίξουμε δίπλα, στο ποτάμι, στα δέντρα της Περόσας ή στο Αρβενίκι, στην άκρη του χωρίου, με τις βρύσες και τις αχυρώνες.

Πιο πέρα τα χωράφια με τους μεγάλους· και τα δάση πού στέκονται, χειμώνα-καλοκαίρι, περήφανα. Σκολειά δεν είχαμε, κάτι μεταξύ μας. Τα καλοκαίρια βοηθούσαμε τους γονείς, παγαίναμε μπόσοι, ξυπόλυτοι στα κοντινά σιτάρια, να δώσουμε μια βοήθεια με τη δεύτερη μπούκλα το απομεσήμερο, να δώσουμε δροσερό νεράκι. Καλού-κακού παίρναμε μαζί και τον Σιάρκο, γερό σκυλί του σπιτιού μας, να μας προστατεύει  από τ' άγρια τσομπανόσκυλα των κοπαδιών γύρω γύρω, εκείνος να μαλώνει για μας.

Τα κρύα και τα χιόνια, οι μπόρες του χειμώνα λίγο μας σκιάζανε. Γύρω από το μεγάλο τζάκι, στις μπούτσκες με την μπάμπα και τον ντέντο - τους προλάβαμε. Έλεγαν ωραία τα παραμύθια. Και με τα δάχτυλα τους, ένα-δύο-τρία, μέχρι τα δέκα στην αρχή, μετρούσαμε. Χάρη στη μάικω -Θεός σχωρέσ' την- ο τραχανάς με γάλα και ψωμί το πρωί, φαγί στο πήλινο το μεσημέρι, το βράδι τσάι απ' το βουνό. Στα μιντέρια με τ' αδέρφια παίζαμε και τα σένκια, βαμμένα από το Πάσχα.

Αγκαλιασμένους, στα ζεστά, μας έπαιρνε ύπνος. (Αύριο θα μας φέρει ό μπάρμπα-Νάκης στο τενεκεδένιο κουτί του, κοκόρια-καραμέλες από τα Βοδενά, ή ψυχή μας να γλυκαθεί.)

Λίγα είχαμε μα φτώχεια δύσκολη δεν μάθαμε τι θα πει. Φρόντιζαν οι μεγάλοι. Μικρά εμείς μεγαλώναμε νύχτα-μέρα. Ακόμα και με νηστείες και κοινωνίες στην εκκλησία· όταν χάναμε τους ανθρώπους τους θάβαμε στο κοιμητήρι του Αϊ- Γκιώργκη. Θυμάμαι όταν έφεραν από το βουνό τον Θωμά της βούινας, σκεπασμένον. Η αρ­κούδα του είχεν ξεσκίσει χέρι-πόδι, έχασε πολύ αίμα, πέθανε στο κατέβασμα.

 

 

Μεγαλώναμε· και ήταν τότε πού καταλαβαίναμε τον αέρα, τη βροχή, τον ήλιο και το φεγγά­ρι, κατόπιν άλλα μας πήρανε, χάναμε στον αγύριστο (χωρίς να το εννοούμε) τα παιδικά μιας χρόνια, πάλι καλά, έστω λίγα θυμόμαστε.

 

Στα δέκα μου ήξευρα πολλές δουλειές του χωριού. Με την κόσα να κόβω τριφύλλι, να κόβω τη βρίζα κι έπειτα να τη δίνω για τα δεμάτια, στάρι-κριθάρι το καλοκαίρι, ν' αλωνίζω με τα βόδια από τα χαράματα, με τον «κριβάκι», το αεράκι πού σηκώνεται το απόγιομα, για το λίχνισμα· πριν πέσει ή νύχτα να μαντρώνω τα ζώα φρο­ντίζοντας τα, να τσαπίζω καλαμπόκι, καλέμια στα νέα δέντρα να βάζω - γράμματα ελάχιστα, νά 'ναι καλά το στόμα των μεγάλων, δεν χρειά­στηκαν και πολλά.

Ταχιά όμως έμαθα και τον φόβο. Πού έσφιγγε την ψυχή μου σαν νύχτα σκοτεινή όταν ακού­γονται τα σκυλιά και γαβγίζουν ακροβολισμένα. Φόβος από τα πάντα. Ένας παγωμένος αέρας που έφτανε στο χωριό απ' όλα τα μονοπάτια. Ζαπτιέδες, φορατζήδες, Τουρκαλβανοί ληστές· αυτοί μαγάριζαν τις γυναίκες, έπαιρναν και τα κορίτσια μαζί με γρόσια απειλώντας· δεκαπέντε χρόνια από τη γέννηση μου, ξάφνου, όλα έγιναν δύσκολα - από τότε βλέπω εφιάλτες τη νύχτα, κλαίγω και λαφρώνω.

Οι μεγάλοι δεν ήσαν πάντοτε κοντά μας, δούλευαν μακριά από το χωριό, το βιος μας δεν είχεν πόρτες. Μόνο σκυλιά πού γάβγιζαν μέρα-νύχτα. Όλοι πιέζανε και μας σκοτώνανε, πού θ' ακουμπήσουμε, πού; Τα ίδια πάθαιναν και οι παλιοί, «περάσανε όμως και τα ξεχάσαμε», μουρμούριζαν κάποιοι. Τώρα σαν κάτι να τρίζει, οι Οσμανλήδες ανήσυχοι είναι, το δείχνουν και γίνονται χειρότεροι, αγριεύουν και φοβερίζουν. Όσοι απ' αυτούς έχουν τσιφλίκια τα παζαρεύουν γλυκομίλητοι με τους δικούς μας, λιγοστούς τσορμπατζήδες. Λιβάδι, δάσος, χωράφια, αμπέ­λια. Μα δεν κλείνουν ακόμα καπάκια, διστά­ζουν να τα δώσουν, νιτερέσο τους, λένε, είναι να περιμένουν, μήπως πάρουν άλλη τροπή τα πράγ­ματα. Ό φόβος όμως και δικός τους.

Ένας μόνο στο χωριό, ό Ρίστοχατζ-, για-

τρός πρακτικός, ειδικός στο νταλάκι, κάνει πώς δεν φοβάται. Πομπράτιμος του πατέρα, αγαπη­μένοι φίλοι χρόνια, σαν βλέπει το παράθυρο του ανοιχτό και τα φύλλα στο πλάι, παίρνει το τραγούδι. Πέντε μινούτια λέει το τραγούδι.

Τα χρόνια εκείνα ο πατέρας βρίσκονταν στο Καντίϊτσκο σέλο, στον κάμπο, είχε χάνι για τα

ζώα και τους περαστικούς της λίμνης· μετρη­μένα ήσαν τα χωράφια στο χωριό μας, λίγα στο Ατέλι, στις Φάσες δυο, στην Κουφόπετρα ενάμισι στρέμμα, δίπλα από τη στροφή του τζια-ντέ τρία, μπαΐρια όμως, χερσοχώραφα. "Ολα μαζί δεν ξεπερνούσαν τα δεκαπέντε, καρπερά και χέρσα, αυτά ήσαν, τόσα μοίρασαν οι μεγάλοι στη ζάντρουγκα για τη δικιά μιας πόρτα, στο δίκιο, αν είχαν περισσότερα χωράφια οι άλλες μας οικογένειες είχαν και πιο πολλές ανάγκες. Φρόντιζε λοιπόν ο τάτσης τη φαμίλια βλέ­ποντας τα στενά, να δουλεύει έπρεπεν πάντα, δίχως ανάπαψη, για πέντ'-εξι νοματαίους, τέσ­σερα μικρά παιδιά πού αναποδογύριζαν τις άδειες τζέπες του, βάλε και τα ουφαλούκια των γερό­ντων, όσο ζούνε.

 

Λόγο τον λόγο με τον κουμ Ντοϊτσίνη για τη δουλειά στο χάνι, εκείνος τον έπεισε. Πήρε το άλογο του και κατέβηκεν εκεί, στον κάμπο.

Τότε ήταν, στα χίλια οκτακόσια ογδόντα, πού ψιθυρίστηκεν κάτι πολύ σοβαρό: να, μαζώχτηκαν πολλοί δικοί μας στο Καρακάμεν μυστικά, είπαν να κάνουν ρεβολούτσια, από τον Τούρκο να λευτερωθούμε, όλοι μαζί. (Τον ψίθυρο τον άκουσα από τα φύλλα-χείλια του Κώτσιο Άββου, στον φράχτη του μπερδεύτηκε το μαναράκι μας, κάποιος ειδοποίησεν, πήγα να το πάρω από κει, τον άκουσα λοιπόν να το λέει μ' εμπι­στοσύνη στον Ίτσιο Σεραφείμ, τον γείτονα του - εκείνοι από την άλλη μεριά του φράχτη, δεν με πήραν χαμπάρι.)

Ταράχτηκα. Δεν τό 'πα σε κανέναν, φοβή­θηκα.

Από τους δικούς μας δεν έμαθα ποτέ αν πήγε κανείς, ο πατέρας, είπαμεν, ήταν στη δούλεψη του, στο χάνι. Χτυπούσεν όμως ή καρδιά του γι' αυτά, όπως και των άλλων της μεγάλης φαμίλιας. Λες, είπα, να λευτερωθούμε, να μη φοβόμαστε τόσο; Δύσκολα, δύσκολα πράγματα· και φοβερά.

 

Άγρια τα χρόνια και θυμάμαι το νέο καθαρά, σαν όνειρο.

 

Όνειρο και ή άνοιξη στο Μουχαρέμ — από κει όλα θα περάσουν, άνθρωποι, ζώα,

πραμάτειες, λαμπιόνια του ύπνου, εποχές.

Άνθισαν όλα τώρα, δροσερό φεγγαράκι περπατεί κάθε νύχτα πάνω από τις κορυφές του βουνού, ανεβαίνοντας ζερβά, στα δεξιά του κατεβαίνοντας το φαράγγι, εκεί τ' ανθισμένα δέ­ντρα, οι κάτασπρες κερασιές, νύφες-νεράιδες που χορεύουν σιωπηλά η μια κοντά στην άλλη, φύτρα στο χώμα, και χλόη και βλαστάρια και φυλλώματα και πουλιά τα κλαριά.

Ό αέρας περνάει μυρωμένος.

 

 

Δυο-τρία χρόνια πέρασαν χωρίς νέα, ήσυχα. Πριν απ' τα είκοσί μας, ο Αλέκος κι ο Φίλιππας κοντά μου, ο Σταύρος μικρός ακόμα, δουλεύαμε στα χωράφια και στα ζώα, ό,τι είχαμεν και ό,τι μπορούσαμε, τα καταφέρναμε κι αλλού, στα νταμάρια σπάζοντας πέτρα, στα δέρματα, στα μαλλιά, στις βοντενίτσες, ένας κύκλος γύρω άπα το χωριό, στον δικό μας καζά. Όστροβο, Σό­ροβιτς, Βοδενά, μέχρι το Πάζαρ του κάμπου.

Μα η κάλμα δεν κράτησε πολύ.

Μου 'στειλε ο πατέρας είδηση να κατέβω στον κάμπο, έβγαλε το νταλάκι, το κακό σπυ­ρί, κι έπρεπε ν' ανέβει στο χωριό να το κάψει, να το γιάνει ο Ρίστοχατζ-, ο μπράτιμός του, πού γνώριζε απ’ αυτά. Πήγα.

Εκείνος έφυγε την άλλη μέρα, χαράματα. Πήρε το άλογο του, έκοψε τον δρόμο προς Βορράν, Βέρτικοπ-Γιαβόριανη, πήρε τα μονο­πάτια του βουνού, του Καρακάμεν, έφτασεν στα λιβάδια με την ψυχή στα δόντια, κατέβηκε απ’ τον μύλο του Γιούρου κι έφτασε στο χωρίο, λιπόθυμος.

Σαν μπήκε στην αυλή, σωριάστηκε απ’ το ζώο στο χώμα. Δεν κατάφεραν να τον σώσουν. Προ­χωρημένο νταλάκι με τίποτα δεν γιατρεύεται.

 

Μού 'στειλαν το χαμπέρι, «πέθανε ο Ντίνης, ο τάτσης σου, ζωή σε λόγου σου».

Πήγα στη γωνιά κι έκλαψα.

 

Έβλεπα το χάνι, στάβλος, πολάτες, δωμάτια, ψάθες, σεντούκια, αποθήκες· και το μεγάλο βαρέλι που πάστωνε τις ανγκούλες για τον μεζέ και το φαγί. Δέκα και τόσα χρόνια εδώ, κάτι είχε κάνει, ορτάκια με τον κουμ Ντοϊτσίνη, έπρεπε να βρω τον τρόπο να τα βολέψω, να πάρω το μερίδιο· χαντζής να γένω δεν ήθελα εγώ - τα ξεπούλησα όσο όσο, πήρα μόνο το άλογο του, τα γρόσια μετά από τα σαράντα του μακαρίτη τά 'δωσα στη μάικω, εκείνη σκεφτι­κή μου μίλησεν: «Ό,τι τελειώνει με παράδες, μην το φοβάσαι. Και το βρακί σου θα πουλή­σεις για να βρεις λύση στην αρρώστεια, τον θάνατο όμως μπορείς ν' αγοράσεις;».

 

Τα μαύρα συνέχισαν  - καημένη μάικω.

 

Σκοτώθηκε ο Σταύρος στο βουνό, να πώς: ο μικρότερος της φαμίλιας μόλις είχεν περάσει ελονοσία, έφεξε το παιδί. Ο τέτκο Νάκης θα πάγαινε στη Νιάουστα, στο Νέγκους. Θά 'χανε κιρατζή τον Τζήλα, ξακουστόν οδηγό, στα βου­νά με τα μουλάρια του, είπαν λοιπόν να πάει κι ο Σταύρος παρέα, ν' αλλάξει αέρα, να πάει στους συγγενείς εκεί, να γιάνει, να πάρει απάνω του.

Κίνησαν λοιπόν ένα πρωί, δεκαριά νοματαίοι απ' το χωριό, μαζί κι ο Σταύρος. Κάπου στα μπατάνια του Καρατάς βγήκε μπροστά τους μια τσέτα, Βούλγαροι κομιτατζήδες. Κακή τύχη. Γιατί ο Τζήλας είχεν προηγούμενα μαζί τους (εμείς δεν το ξεύραμε). Εκείνοι πήραν και σκότωσαν όλους τους μεγάλους, πρώτον τον Τζήλα. Τον Σταύρε μας δεν τον ήξεραν, μικρό παιδί, τι να τον κάνουν. Τον ρώτησαν τίνος εί­ναι. Απάντησε φοβισμένα. «Ε», είπεν κάποιος, «μπορείς να φύγεις, να γυρίσεις εσύ στο χω­ριό». «Να με βγάλετε λίγο πιο πέρα, δεν ξεύρω τον δρόμο», μίλησε σκιαγμένο το παιδί. Τον πήραν δυο να τον ξεβγάλουν από το ρουμάνι. Ο ένας όμως, αυτός που είπεν «μπορείς να φύγεις, να γυρίσεις εσύ στο χωριό», πήγε προς νερού του, ο άλλος φοβέρισε τον Σταύρο, «άιντε τώρα, μπο­ρείς και μόνος σου», δεν πρόλαβε να φύγει, του 'ριξε στην πλάτη το κουρσιούμι, τον σκότωσε.

 

Μάθαμε για το κακό, όλα μαθεύονται, τον πή­ραμε από κει, τον θάψαμε, διπλό-τριπλό το μαύρο σεκλέτι μας, πάει κι ο Σταύρος νωρίς, το σουγγάρι μας! Τότε ήταν που ο Φίλιππας ορκίστηκε να πάρει πίσω το αίμα.

Στο μεταξύ, τα πράγματα αγρίευαν πολύ. Μπαμ και μπουμ από παντού. Ξεύραμεν για τους Βούλγαρους στα βουνά, μαθεύτηκεν κάποια μέρα ότι από κάτω και το ελληνικό έστειλε όπλα κι ανθρώπους στο βιλαέτι μας απέναντι στο βουλ­γάρικο το κομιτάτο, οι Τούρκοι ανάμεσα και οι Τουρκαλβανοί, το μπέρδεμα μεγάλο - τι θά 'βγαινε στην άκρη;

 

Πλησίαζαν τα στερνά του χίλια οκτακόσια, ο Αλέκος κατέβηκεν στη Σαλονίκη, δουλειές του ποδαριού, μ' αρέσει το εμπόριο έλεγεν, ο Φίλιππας κοντά μου, στο Γραμματίκοβο, μαζί να φτιάχνουμε τα καθημερινά. Ήρθαν και οι χα­ρές, στεφανώθηκα τότε, στα είκοσι έξι μου, με τη Μίτσα του Ντίνη Γάκη, την πρώτη του κόρη. Το σπίτι τους μια πιθαμή μακριά από το δικό μας, βλεπόμαστε στη βρύση όταν πότιζε το άσπρο τους άλογο, χτύπησαν οι καρδιές μας, κάποιοι μας είδαν, τό ‘παν στη μάικω, εκείνη ενδιαφέρθηκεν πιο πολύ, σε λίγο τα μιλήσανε και δώσαν τις ευχές.

Τη Μίτσα αγάπησα, άλλη γυναίκα δεν έμαθα.

Μας στεφάνωσαν οι Μανόλ-.  Ή χαρά κράτησεν μέρες, γκαρνέτες ήρθαν από τα Κότσιανα και το Κελεμές, ο Γκιούμπαρης πρώτος, ήπιαμε το ρακί, το μπρούσκο κρασί το μαύρο ήπιαμεν, πρώτη μου φορά χόρεψα τόσο, η ζάντρου­γκα όλη στο ποδάρι, σφάξανε μοσχάρια, τα μαγέρεψαν οι γυναίκες για τα τραπέζια, να φάνε όλοι — οι ευχές νά 'ναι όλες μαζί μας, ο γάμος γάμος άγιος.

Ήρθε ή σειρά μου να περάσω στο νυφιάτικο δωμάτιο, άσπρα σεντόνια, νταντέλες και κουρτίνες, μπομπόνια στο σεντούκι και μυρωδι­κά· το σπίτι μας φώτισε, μπήκε ή χαρά.

 

Σκοντάψαμε στην αρχή, πρώτη γέννα πρώτη αποβολή· μετά γεννήθηκαν τα παιδιά, μέχρι το χίλια εννιακόσια ένα η Σία, η Ρίνκα, ο Κώτσιος - Θεός να τά 'χει καλά.

 

 

Προχωρούσε ή ζωή, να μην τα πολυλογώ, οι δυσκολίες δεν μας άφηναν, γενική φτώχεια στο χωριό, έπρεπεν τώρα να νοιάζομαι όλην τη φαμίλια. Οι σοδειές άλλοτε περσεύανε, άλλοτε όχι. Κι απ' έξω μπαμ-μπουμ νύχτα-μέρα, τό­σοι με τα Μαλινχερ εδώ, τόσοι σκοτωμένοι εκεί, παντού χτυπιόνταν για τον τόπο. Λέγονταν και πολλά, λίγα διασταυρώναμεν, καλά καλά δεν ξεύραμεν τι γένεται στο δικό μας σαντζάκι, αργότερα μαθαίναμε.

Κατέβηκα κι εγώ Σαλονίκη, ο Αλέκος κάτι έφτιανε μα ζωηρός πολύ, πόσες φορές δεν πλή­ρωσα γρόσια να τον βγάλω απ' το μπουντρούμι, πολλές οι αιτίες, στο τέλος πήρε τα μάτια του κι έφυγεν στον Νέο Κόσμο. Με τον Φίλιππα άλλος μπελάς. Αυτός άλλον γκαϊλέ δεν είχε στην γκλάβα του. Πώς θα πάρει το αίμα πίσω, του τέτκο Νάκη και του Σταύρε. Να μάθει, πώς να μάθει; ποιοι κάνανε το φονικό, συγκε­κριμένα ποιοι, να τους λιανίσει! Είχεν μεγαλώ­σει πια, βάδιζε στα δεκαοχτώ, δυνατός πολύ, δεν τά 'βγαζαν πέρα μαζί του τρεις νοματαίοι. Όταν έστειλα χαμπέρι στο χωριό, στη μάικω, είπα να κατέβει κι ο Φίλιππας στη Σαλο­νίκη. (Κάτι είχα ξεκινήσει, γύρω απ' το Καπάνι δούλευα τις ραγκουζίνες, ήθελα χέρια.) Γρήγορα μου απάντησαν, ο Φίλιππας είναι στον βάλτο! Μου μήνυσαν λεπτομέρειες, «να πάς να τον πάρεις από εκεί, μικρός είναι ακόμα, θα σκοτωθεί», έδωσαν διαταγή απ' το σπίτι. Τι είχε συμβεί; Ψάχνοντας τους φονιάδες ο Φιλίπ, ήρθεν σ' επαφή με το ελληνικό, εκείνοι τον πλησίασαν, τού 'δωσαν και πιστόλι μα δεν χρειά­στηκε. Του είπαν (ποια ήταν ή αλήθεια;) «θα σε βοηθήσουμε να τους βρεις, να πάρεις πίσω το αίμα, με τα χέρια σου». Έστρεξε εκείνος και να τος τώρα με τα φισεκλίκια στο αντάρ­τικο, το ελληνικό, στον βάλτο· τέσσερις μήνες ήταν εκεί, και πολέμαγε!

Πήγα στη Νιάουστα, κάποιον βρήκα να με βοηθήσει, μαζί του πήγαμε στις ίσμπες του βάλτου, τον βρήκαμε τον Φιλίπ, σε λίγο χαιρέ­τησε τους άλλους και κατεβήκαμε στη Σαλονίκη.

Μα δεν κάθισεν ήσυχα. Στο σπίτι που μέναμεν όλο και κάποιος περνούσε από εκεί, όπλα τον είδα να κουβαλάει μια νύχτα, «για πού;» τον ρώτησα, δεν μου απάντησε, γνώριζα εγώ που πάγαιναν, στον βάλτο, εκεί που ήταν πριν.

Τελικά, ένα απόγιομα κοντά στα Λαδάδικα, είχε βάλει κάποιον σπιούνο από κάτω κι ετοι­μάζονταν να τον χαλάσει, εκείνος έβαλε τις φωνές, κοντά η τούρκικη πολίτσια με τ' άλο­γα, τον κυνήγησε, κατάφερε να ξεφύγει. Τον είχαν σταμπάρει, κινδύνευε.

Τρεις μέρες κατόπιν μπαρκάριζε για την Καβάλα, από εκεί (μας είπαν) στην Πάτρα. Κι από κει στην Αμέρικα, πήγε στον Αλέκο, έτσι σώθηκεν.

Πέντε μήνες μετά πέθανε κι ή μάικω. Ταρά­χτηκα. Ένας ένας οι δικοί μου έφευγαν, άλλοι ξενιτιά, άλλοι στον θάνατο· έρχονται όλα μαζί αλλά στη ζωή έτσι είναι.

Έκρυψα τον πόνο μου, ανέβηκα στο χωριό να κάνουμεν την ταφή, η Μίτσα μαζί με τους άλλους από το σόι την άλλαξαν, τη μύρωσαν, τη μοιρολόγησαν... Πέρασα δυο χάνια, την αυγή έφτασα, πήγα πρώτα στη γυναίκα και στα παιδιά, γκαϊρέτι να κάνω έπρεπεν, το απομεσή­μερο ησύχαζαν πένθιμα όλα.

Μόλις έμπαινε καλοκαίρι στα χίλια εννιακό­σια τρία. Ο Ντίνκος ο Κώτσιος δυο χρονώ, η Ρίνκα πέντε, η Σία οχτώ.

 

 

Ένας παρατεταμένος λαιμός το Μουχαρέμ· βήμα το βήμα αεράκι περνούσε από κει, από τη Ρούπκοβα νίβα του Βλαντόβου ως τη Σιλίτσκα, το Άλγκερι και τη Φούφα ξεψυχώντας με στροφές στον ίδιον άξονα, για το Νοτιά ή προς Βορράν -στο καλό!-, στο καλό!

Πόσο κράτησε το καλοκαίρι; Είπαν είκοσι μέρες, κόκκινα κεράσια ρούπκα στα δέντρα, χρώματα του Παραδείσου παντού· και φτερά στα πόδια όσων πέρασαν, για πάνω, από το σταυροδρόμι, δίχως χαράτσι, μυστικά - τρύ­γησαν άλλοι τα κεράσια, χάθηκαν μαγικά, τα δέντρα μελαγχολημένα σιωπούν, οι σοδειές πή­γανε στράφι.

Είπανε πάλι, οι Οσμανληδες χάλασαν όλα τα παλικάρια, τα σκότωσαν σαν τα σκυλιά. Ξέφυγε κανείς; Δεν μάθαμε. Ύστερα κι άλλα δεινά.

 

 

 

Έμεινα στο χωριό καμπόσο. Για τα παιδιά και τη γυναίκα, για δουλειές πού λησμονήθηκαν. Να γεμίσω το αμπάρι, να βάλω στο γιούκι και στη μεγάλη μουσάντρα τα καλά της φαμίλιας, να πάρει μπρος το σπίτι πάλι, θεός μας φύλαξεν, στην εκκλησιά το κερί το ανάβαμεν - από τον Φίλιππα και τον Αλέκο νέα δεν είχαμεν.

Ανάγκη, με τη γυναίκα τα μιλήσαμε, θά 'καμνε γκαϊρετ, να λίγο λίγο τα παιδιά ύψωναν, θά 'χαμε τακτική επαφή, όπως πάντα. Η Μίτσα, και με τους άλλους δικούς μας, ό,τι μπο­ρούσε θά 'καμνε στα χωράφια. Τα δικά μου χα­μπέρια τακτικά θα τά 'παιρνε.

Έφυγα.

Πολλά τα χάνια στα χώματα μας. Το χάνι όμως του Τουρκαλβανού Μουχαρέμ κανείς δεν τό 'φθανε. Ήτανε, βλέπεις, κι ο τόπος, ή θέση σταυρός, τέσσερις δρόμοι. Καϊμάκ τσαλάν, Καρακάμεν, Καϊλάρια, Βοδενά. Αν συνεχίσεις τον σταυρό θα βρεθείς στην Πόλη, στα Γιάννι­να, στα Μπιτόλια, στη Σαλονίκη. Μέρα και νύχτα κάποιος με το ζωντανό του θα πέσει στο δίχτυ, θα τον φιλέψει ο Μουχαρέμ, θα βάλει στο ζώο του ιτσιμέν να φάει και να ξεκουραστεί ποτίζοντας το μετά, εκείνον θα τον ξυπνήσει απούντο για να πάρει τον δρόμο του, όπως τα συμφωνήσανε πριν - όποιαν ώρα!

Σοφός ο Μουχαρέμ, κακό ποτέ δεν ακούσαμεν, μάστορης και τά 'σιαζεν πολλά είδαν τα μάτια του στο χάνι. Ακουμπούσε τον καλόν καιρόν έξω, στο καραγάτσι, στην κάτω πλευρά τουπόλες καβάκια λευκές, στο ανηφόρι για το ύψωμα, πράπα φτέρη και λαγός. Τον άσκημο καιρό μας προϋπαντούσε στο άνοιγμα της πόρ­τας (αν δεν έπαιρνε την ντρέμκα στο μαξιλάρι δίπλα).

Πέρασα πάλιν από εκεί, όλο το φαράγγι, με τ' άλογο καβάλα έφτασα στη Σαλονίκη. Παντού στον δρόμο χαράτσι και φοβέρες, δεν ήξευρες από που να φυλαχτείς, ο κόσμος άνω-κάτω.

Γύρισα στην αγορά, στο πόστο πού άφησα. Εκεί δεν βρήκα τον άνθρωπο πού εμπιστεύ­θηκα. Βγήκε μπαταξής, άφησε και χρέη πίσω του για μένα. Καλά μού 'λεγεν ο Αλέκος πα­λιότερα, «μην τον πιστεύεις αυτόν, δεν έχει μπέ­σα». Δεν τον άκουσα, ήρθαν και τα πράγματα αλλιώς, τώρα πληρώνω.

Δεν μπόρεσα να ορθοποδήσω.

Τα παιδιά μεγάλωναν, η γυναίκα όλο παρά­πονα, περνούσαν τα χρόνια, τίποτε δεν στέριωνε ακόμα, άγρια χρονιά, κάποιοι βοήθησαν πολύ για νά 'ρθει εδώ πάνω το ελληνικό, σε λίγο, είπαν, φάγαμε κι αυτό το σκατό. Ανήσυχος ο κόσμος όλος, πράματα-θάματα αλλά πέρα από μας, τότε ήρθεν η επιστολή του Αλέκου: «Αδερ­φέ, καλά είμαστε, ο Φιλίπ στρώνει τη ζωή του εδώ, με το εμπόριο κι εγώ πάω καλά, πρόκο­ψα. Αν έχεις δυσκολίες, γράψε μου κάτι να στείλω·  ειδεμή, μπες στο καράβι κι έλα. Έχουν πολλές ανάγκες για δουλειές εδώ, θά 'ρθεις κο­ντά μας και θα τα βολέψουμε. Τα δέοντα σε όλο το σόι, τα φιλιά μας στη Μίτσα και στα παιδιά».

Μπα, είπα, πολύ μακριά πέφτει ή Αμερι­κή, τι διάβολο ζητάω τόσο μακριά!

Ξαναπροσπάθησα να στεριώσω εδώ, το γκιο-ντουλούκ δεν έβγαινε, μεροκάματο παχύ έβγαζεν οποίος είχεν πολλούς παράδες. Τι θά 'κα-μνα; Πώς θα τα πόρευα;

 

 

Ανέβηκα πάλι στο Γραμματίκοβο, αρχές του χίλια εννιακόσια δέκα. Η Σία κοπέλα ολάκερη, η Ρίνκα μικρότερη κι ο Ντίνκος το μαξούμι, ο χαϊδεμένος. Με τη Μίτσα τα μιλήσαμε μόνοι, ήσυχα και σοβαρά. Απ' το γιλέκο έβγαλα το χαρτί του Αλέκου, το διάβασα στη γυναίκα, εκείνη αμίλητη εννόησεν, δεν απάντησε αμέσως, κουνούσε μόνο το κεφάλι σεκλετισμένη. Την απόφαση την πήραμε τρεις μήνες μετά.

 

 

Η συνέχεια στο επόμενο…..